Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Γιώργος Σεφέρης, Fog

Γιώργος Σεφέρης, Fog
Say it with a ukulele

«Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι...»
γρινιάζει κάποιος φωνογράφος∙
πες μου τι να της πω, Χριστέ μου,
τώρα συνήθισα μονάχος.

Με φυσαρμόνικες που σφίγγουν
φτωχοί μη βρέξει και μη στάξει
όλο και κράζουν τους αγγέλους
κι είναι οι αγγέλοι τους μαράζι.

Κι οι αγγέλοι ανοίξαν τα φτερά τους
μα χάμω χνότισαν ομίχλες
δόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναν
τις φτωχιές μας ψυχές σαν τσίχλες.

Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια
–Έτσι ζει;  –Ναι! Τι θες να κάνω∙
τόσοι και τόσοι είναι οι πνιγμένοι
κάτω στης θάλασσας τον πάτο.

Τα δέντρα μοιάζουν με κοράλλια
που κάπου ξέχασαν το χρώμα
τα κάρα μοιάζουν με καράβια
που βούλιαξαν και μείναν μόνα...

«Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι...»
Λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια;
Αγάπη, πού 'ναι η εκκλησιά σου
βαρέθηκα πια τα μετόχια.

Α! να 'ταν η ζωή μας ίσια
πώς θα την παίρναμε κατόπι
μ' αλλιώς η μοίρα το βουλήθη
πρέπει να στρίψεις σε μια κόχη.

Και ποια είναι η κόχη; Ποιος την ξέρει;
Τα φώτα φέγγουνε τα φώτα
άχνα! δε μας μιλούν οι πάχνες
κι έχουμε την ψυχή στα δόντια.

Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;
Η μέρα φόρεσε τη νύχτα
όλα είναι νύχτα, όλα είναι νύχτα
κάτι θα βρούμε ζήτα - ζήτα...

«Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι...»
Βλέπω τα κόκκινά της νύχια
μπρος στη φωτιά πώς θα γυαλίζουν
και τη θυμάμαι με το βήχα.


Λονδίνο, Χριστούγεννα 1924

Απ'τη συλλογή Στροφή (1931)



                           



Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Κ.Π.Καβάφης-Φ.Πεσσόα, Παράλληλη ανάγνωση

Στις 29 Απριλίου 1863, γεννιέται στην Αλεξάνδρεια ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Η πόλη αυτή θα δώσει τροφή και στέγη στο έργο του μεγάλου ποιητή.  Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, στις 13 Ιουνίου 1888 (ανήμερα της γιορτής του Αγίου Αντωνίου -προστάτη της Λισαβόνας-) βλέπει το φως του ήλιου ο Φερνάντο Πεσσόα. Η γενέτειρά του η Λισαβόνα, χάρη σ'αυτόν θα μπει στην παγκόσμια λογοτεχνία και θα γίνει μια πόλη-σύμβολο.
 Οι δύο ποιητές έζησαν σε τόπους διαφορετικούς για 45 χρόνια χωρίς όμως ο ένας να γνωρίσει την ύπαρξη και το έργο του άλλου. Άλλωστε όπως είναι γνωστό ο Καβάφης δε συνήθιζε να προχωρεί σε εκδόσεις των έργων του αλλά να τυπώνει μικρά φυλλάδια και να τα διανέμει σε ελάχιστα άτομα. Απ'το 1912 τυπώνει μεμονωμένα φύλλα, που τα συναπαρτίζει κάθε φορά μόνος του (μ'ένα μεταλλικό συνδετήρα) σε συλλογές. Πολλές φορές διορθώνει με το χέρι κάποιο στίχο ή ξανατυπώνει διορθωμένο το ποίημα και αντικαθιστά το παλαιότερο.Αντίστοιχα, πολύ μικρό μέρος του έργου του Πεσσόα είχε δει το φως της δημοσιότητας όσο αυτός ήταν εν ζωή.
 Η εξωτερική εμφάνιση του Πεσσόα είχε πολλές ομοιότητες με εκείνη του Αλεξανδρινού: μέτριο ανάστημα, κοστούμι και γραβάτα, καπέλο και γυαλιά μυωπίας. Έπινε και κάπνιζε πολύ . Επιπλέον, η σεξουαλικότητά του θεωρείται από «λευκή» έως και με τάσεις ομοφυλοφιλίας. Βλέπει τη γυναίκα σαν κάτι άυλο, έξω απ'το χώρο των αισθήσεων και του σώματος.
 Ένα ακόμη στοιχείο που συνδέει άρρηκτα τους δύο ποιητές είναι ο θάνατος, ο θάνατος της πολυμελούς οικογένειας τους. Χάνουν και οι δύο τον πατέρα τους σε πολύ μικρή ηλικία, ακολουθούν διαδοχικά τα εννιά αδέρφια του Καβάφη και τα επτά του Πεσσόα ενώ αποκορύφωμα θεωρείται ο θάνατος της λατρευτής και για τους δυο μητέρας.

 Δε θα μπορούσε κανείς να μην αναφερθεί στην έννοια του κάλλους, στην αγάπη για την αλήθεια και τη μοναξιά, την απουσία του γέλιου, το ρόλο του πεπρωμένου καθώς και στο ενδιαφέρον τους για τον ελληνισμό της αρχαιότητας, θέματα και χαρακτηριστικά τα οποία αποτελούν κοινούς τόπους στην ποίησή τους. Ακόμη οι μάσκες και τα προσωπεία υπήρξαν κυρίαρχη τεχνική στις δημιουργίες τους. Ο Πεσσόα μάλιστα είχε δημιουργήσει 72 ετερώνυμους ή ημιετερώνυμους. Όλοι με το δικό τους ύφος, με τη δική τους βιογραφία, υπογράφουν ποιήματα, άρθρα, αποσπασματικά κείμενα. Ανάμεσά τους, οι πιο ολοκληρωμένοι είναι -μετά τον Καέιρο-, ο Ρικάρντο Ρέις, ο Αλβάρο ντε Κάμπος, ο Αλεξάντερ Σέρτς, ο Μπερνάντο Σοάρες, ο Αντόνιο Μόρα και ασφαλώς ο ίδιος ο Φερνάντο Πεσσόα, ο οποίος αντιμετωπίζεται στα έργα των ετερονύμων ως ένα απλό πρόσωπ αυτής της φανταστικής κοινότητας που ο ίδιος δημιούργησε. Δεν πρόκειται για απλά ψευδώνυμα αλλά για «φανταστικές προσωπικότητες που ενσαρκώνουν το συγγραφέα έξω από τη δική του προσωπικότητα» όπως διατύπωνε ο ίδιος ο Πεσσόα, επισημαίνοντας: «Στο καθένα από αυτά έθεσα μια διαφορετική έννοια της ζωής, όλες όμως αντλούν την ουσία τους από το σπουδαίο μυστήριο της ύπαρξης». 
 Δύο ποιητές που δε ήρθαν σε επαφή, βάδισαν όμως σε παράλληλους δρόμους στο έργο και στη ζωή τους. Δυο φωνές που δε συναντήθηκαν ποτέ, έχουν όμως αισθητές ομοιότητες που προκαλούν εντύπωση, θαυμασμό και απορία....

Τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. 

[Κ.Π.Καβάφης, 1897]


Επιστρέφοντας στη Λισαβόνα

Τίποτα δε με δένει στο τίποτα.
Πενήντα πράγματα θέλω την ίδια στιγμή
Επιθυμώ, με πόθο σάρκας πεινασμένης,
Κάτι που αγνοώ τι είναι...
Το οριστικό στο αόριστο...
Ανήσυχος κοιμάμαι και ζω σ’ ένα όνειρο ανήσυχο,
άνθρωπος που μισοκοιμάται βλέποντας όνειρα μισά.

Μου έκλεισαν όλες τις υποθετικές και αναγκαίες πόρτες
Κουρτίνες τράβηξαν σε όλες τις υποθετικές σκηνές
Που να δω θα μπορούσα στο δρόμο.
Στο στενό που βρέθηκα
Δεν υπήρχε ο αριθμός του σπιτιού που μου έδωσαν.

Ξύπνησα στην ίδια ζωή που αποκοιμήθηκα.
Οι στρατιές των ονείρων μου ξέχασαν την ήττα.
Τα όνειρα μου ένιωσαν ψεύτικα καθώς ονειρευόμουν.
Η ζωή η ίδια, που λίγο την επιθύμησα, με σκοτώνει,
Ακόμα και η ίδια η ζωή...

Καταλαβαίνω σε ασύνδετα διαστήματα
Γράφω στο διάλειμμα της κούρασης
Κι η πλήξη, στης πλήξης μου την παραλία με ξεβράζει.
Δεν ξέρω πιο πεπρωμένο ή ποιο μέλλον κυβερνά
Την ακυβέρνητη αγωνία μου.
Δεν ξέρω ποια νησιά του απίθανου Νότου με κρατούν ναυαγό
Ή ποια δάση φοινίκων λογοτεχνικά
Θα μου δώσουν τουλάχιστον ένα στίχο.
Όχι δεν ξέρω, ούτε αυτό ούτε τίποτα άλλο...
Και στο βάθος του πνεύματός μου ονειρεύομαι το όνειρο που είδα,
Στα τελευταία της ψυχής μου χαρακώματα,
Που αναίτια θυμάμαι
(Και το χθες είναι ομίχλη φυσική από ψεύτικα δάκρυα),
Στους δρόμους και στα μακρινά δάση
Όπου φαντάστηκα την ύπαρξη μου, τρέπονται σε φυγή,
Διαλυμένες, τελευταία υπολείμματα ψευδαισθήσεων.
Οι στρατιές των ονείρων μου, νικημένες,
Χωρίς να δουν το φως της μέρας,
Οι λεγεώνες της χίμαιρας, απ’ το Θεό αφανισμένες.

Πάλι σε ξαναβλέπω
Πόλη των παιδικών μου χρόνων, τρομαχτικά χαμένη...
Πόλη της λύπης, πόλη της χαράς, που πάντα ονειρεύομαι...
Εγώ; Είμαι εγώ αυτός που έζησα εδώ, κι εδώ γύρισα πάλι;
Και γύρισα, και ξαναγύρισα και πάλι ξαναγύρισα;
Ω, όλα τα Εγώ που ήτανε εδώ
Ήτανε μια σειρά λογαριασμών, με κλωστή μνήμης ραμμένη
Μια σειρά από όνειρα δικά μου ή κάποιου άλλου,
Έξω από μένα;

Πάλι σε ξαναβλέπω
Με την καρδιά πιο μακρινή και την ψυχή λιγότερο δικιά μου...

Πάλι σε ξαναβλέπω Λισαβόνα, Τάγε, όλους σας,
Ανώφελος περαστικός για σένα και για μένα,
Ξένος εδώ, όπως παντού
Τυχαίος στη ζωή και στην ψυχή το ίδιο,
Περιπλανώμενο φάντασμα σε σάλες αναμνήσεων,
Με το θόρυβο των ποντικιών, των σανιδιών που τρίζουν,
Στο καταραμένο κάστρο της ζωής που πρέπει να ζήσω...
Πάλι σε ξαναβλέπω,
Ίσκιε που περνάς ανάμεσα και λαμπυρίζει
Μια σπίθα από άγνωστο, νεκρικό φως
Και στη νύχτα προχωράς, όπως τ’ αυλάκι πλοίου που χάνεται
Στο νερό και κανείς πια δεν ακούει...

Πάλι σε ξαναβλέπω,
Όμως, αχ, τον εαυτό μου πια δε βλέπω!
Έσπασε ο μαγικός καθρέφτης που καθρεφτιζόμουν
Και σε κάθε μοιραίο θραύσμα του
Δε βλέπω παρά ένα θραύσμα από μένα
Ένα θραύσμα από σένα κι από μένα!...

[Φερνάντο Πεσσόα, 1926]

Φερνάντο Πεσσόα
















Κωνσταντίνος Καβάφης



Το παραπάνω βίντεο αποτελεί ντοκιμαντέρ του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου με τίτλο: «Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη»
ΥπόθεσηΣτις 21 Οκτωβρίου του 1929, το υπερωκεάνιο Saturnia ξεκινά από την Τεργέστη το ταξίδι του προς την Αμερική, μαζεύοντας μετανάστες από τα λιμάνια της Μεσογείου. Ένας νεαρός Έλληνας που επιβιβάζεται στην Πάτρα θα γίνει μάρτυρας μιας απρόσμενης συνάντησης: μια νύχτα, σ’ αυτό το πλοίο που κουβαλά τα όνειρα του Νέου Κόσμου, θα λάβει χώρα η εξίσου ονειρική αλλά και πραγματική συνάντηση δύο μεγάλων ποιητών του αιώνα που πέρασε: του Φερνάντο Πεσσόα και του Κωνσταντίνου Καβάφη.
*Πρόκληση για τον θεατή είναι να ξεδιαλύνει τα όρια μεταξύ πλασματικού και πραγματικού. Το μόνο βέβαιο είναι πως θα πάρει μια μικρή γεύση απ'το μεγαλείο των έργων των δύο δημιουργών.

Μιχάλης Γκανάς, Προσωπικό


Προσωπικο


Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.

Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο, έχουμε
τη δική μας μοίρα.
Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.
Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε
απ’ το άλφα.
Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.
Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ
να γίνω κάτι απ’ αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.

Απ'τη συλλογή «Γυάλινα Γιάννενα»



                                        

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Κική Δημουλά, Έρανος σκέψεων για την ανέγερση τίτλου υπέρ της αστέγου αυτής ομιλίας

[Ο "Έρανος σκέψεων για την ανέγερση τίτλου υπέρ της αστέγου αυτής ομιλίας" είναι το κείμενο που εκφώνησε η Κική Δημουλά στην Αρχαιολογική Εταιρεία στις 26 Ιανουαρίου 2009.]

Καλησπέρα. Ευχαριστώ θερμά όλους όσοι παρίστασθε, μάλιστα προεξοφλώ ότι η παρουσία σας συνηγορεί υπέρ της φιλοξενίας που μου παρέχει η Αρχαιολογική Εταιρεία. Τόσο τιμητική που αν η «υπεροψία και η μέθη» από την οποία είχε προσβληθεί ο Δαρείος του Καβάφη ήταν μεταδοτική, σίγουρα θα είχα τώρα κι εγώ μολυνθεί. Ήδη έχω κάποια συμπτώματα μέθης μετά τα επαινετικά για μένα λόγια του Γενικού Γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας και Ακαδημαϊκού κ. Βασίλη Πετράκου. Άρχισα να νιώθω σαν ένα σημαντικό θραύσμα της σπουδαίας προγόνου μας αρχαιότητας, το οποίο έφερε στο φως η επιστήμων σκαπάνη και σας το παρουσιάζει.

 Εδώ λιγότερο αστειεύτηκα και πιο πολύ εξοπλίστηκα: με αυτοσαρκασμό.

 Αν ασκηθείς να σε πετυχαίνουν πρώτα τα δικά σου χλευαστικά βέλη, ο πόνος που θα σου προκαλέσουν τα έξωθεν σχεδόν μηδενίζεται.

 Έχω εξακριβώσει με πολλά και εξαντλητικά πειράματα ότι είμαι άνθρωπος των δύο τριών στίχων ή έστω της μισής παραγράφου. Κι όμως βρίσκομαι εδώ ως ομιλήτρια. Αυτό σίγουρα είναι δάκτυλος της γνωστής μικρής πιθανότητας που διαδίδει ότι μπορεί να ανατρέψει το κραταιό απίθανο. Μιλώ για τη θρυλικά μικρή εκείνη πιθανότητα
 που μας πείθει να πάρουμε λαχείο, ότι θα κερδίσουμε, θα πλουτίσουμε και θα μείνει φτωχός ο νόμος των πιθανοτήτων,
 ότι ο άνθρωπος θα αγαπήσει τελικά την εντελώς διαφορετική ζωή του, από αυτήν που ονειρεύτηκε,
 ότι η επιστήμη, όπου να'ναι, θα εφαρμόσει τη θεϊκή ανακάλυψή της για τη θεραπεία της ζωής από την αιώνια νόσο του θανάτου, έστω κι αν έρθει σε ιστορική σύγκρουση με τα μεγάλα συμφέροντα του χώματος,
 ότι ο έχων δύο λόγους να ευτυχεί, θα δώσει σίγουρα τον έναν σ'εκείνον που έχει πολλούς λόγους να δυστυχεί,
 ναι,
 εννοώ αυτήν ακριβώς τη ρομαντική μικρή πιθανότητα που βαθύτερα είναι ο Ιησούς κάθε ασθενικής μας ελπίδας. Απλώς τον αποσιωπούμε για να μη σταυρωθεί.

 Αυτή η ασθενική ελπίδα ίσως με παρέσυρε να ανέβω στην υπερυψωμένη θέση της ομιλήτριας απόψε.

 Απορώ βέβαια πώς δεν παρενέβη να με εμποδίσει η αυτογνωσία. Ενώ αυστηρά την ασκώ. Φαίνεται ότι ο πήχης που βυθίζουμε για να μετρήσουμε την αλήθεια μας δε φτάνει κάτω κάτω, στο βυθό της. Προσκρούει ίσως σε κάποια βραχώδη απαγόρευση που υψώνει η ίδια μας η προνοητική αυτοσυντήρηση . Σα να κινδυνεύει η ισορροπία της αν αποκαλυφθεί ότι το ένα της πόδι πατάει στην αιχμή της βαραθρώδους σαθρότητας του είναι μας και το άλλο στη στέρεη μυστικότητα του αγνώστου.

 Επομένως, η αυτογνωσία είναι μόνο η επόμενη δειλή στάθμη μετά τον πρώτο ρηχό βυθό μας;

 Μπορεί, λοιπόν, για λόγους αυτοσυντήρησης να κρατάει και η ποίηση αδιαφανή την ακραία φύση της, από πού δηλαδή πηγάζει η ευπαθής επιρροή της επάνω μας...
 Κι αυτή η αδιαφάνεια είναι, ίσως, που υφαίνει με νήμα φευγαλέο τη μυθώδη διάσταση της ποίησης. Το μυθώδες δεν είναι γήινο. Το συνέλαβε η υπερβολή μυρίζοντας τον κρίνο της μαγείας. Το δε άρωμα της μαγείας έρχεται θροΐζοντας από χίλια διαφορετικά σημεία έτσι που να μην μπορείς να το εντοπίσεις. Γι'αυτό και δεν εξατμίζεται ποτέ το μυστήριο της ποίησης.

 Από αυτή τη ρέουσα μυστικότητα της ποίησης, εκτινάσσονται και φτάνουν στην αίσθησή μας μόνο λίγα σταγονίδια. Και μας ραντίζουν ευλογητικά, όπως εκείνο το ματσάκι με βασιλικό βουτηγμένο στον αγιασμό, τα Θεοφάνεια. Μια γιορτή που συμπίπτει και με της ποίησης την αφανέρωτη άγια σκοπιμότητα.

 Όταν θέλω να γράψω κάτι και δεν μπορώ να γράψω τίποτα, προσεύχομαι να μου στείλει λίγη δύναμη  από το μέγα παντοδύναμο. Παντοδύναμο είναι αυτό που δεν έχουμε. Κατά μιαν άλλη αίρεση, παντοδύναμες είναι οι αδυναμίες μας.
 Πιστεύω ευλαβικά και στη σκοτεινή αδυναμία μας. Κάτι μου λέει ότι η πίσω πλευρά της είναι μια απρόοπτη σελήνη που φωτίζει αστραπιαία το άλλο περιοδικό ημισφαίριο, εκείνο της δημιουργικής απόγνωσής μας.
 Τώρα που σκέπτομαι, περίεργο, δεν έχω καταλήξει τι είναι πιο χρονοβόρο, να μιλώ σε άνθρωπο ή να αγκαλιάζω αφανέρωτο τον Θεό με την ανημπόρια  μιας προσευχής;

 Όπως και να'ναι, εμμένω στην προσευχή κι ας θεωρείται πως είναι ένα αναχρονιστικό κουτί παραπόνων ξέχειλο, ξεχασμένο, μια εικόνα παραμελημένης, προαποφασισμένα αταχυδρόμητης ανάγκης. Γι'αυτό και εμμένω. Επειδή η εμμονή είναι ένα χρέος απέναντι στον όρκο που δώσαμε στην ελπίδα, ότι δε θα την εγκαταλείψουμε ποτέ, ούτε κι όταν εκείνη μας εγκαταλείψει.

 Εντούτοις, ολωσδιόλου απελπισμένη, μπαλώνοντας και τσοντάροντας διάφορες πολυφορεμένες επινοήσεις, έδωσα σ'αυτή την ομιλία έναν τίτλο εν γνώσει μου ότι δεν παραπέμπει σε πνευματικό άνθρωπο, όπως τουλάχιστον τον θέλει η συνταγή, να είναι ηγέτης της απήχησής του στα προβλήματα της ανθρωπότητας.

 Εγώ απλώς διασωληνώνω. Γιατί όσο εντατική κι αν είναι η ματαιοπονία, μόνη της δε τα βγάζει πέρα, χρειάζεται επιβλέποντες.

 Αν ο επίμαχος τίτλος μιμείται κάπως το χρησμό: ήξεις αφήξεις ουκ... είναι γιατί όταν μου ζητήθηκε, για διαδικαστικούς λόγους το θέμα της ομιλίας ήταν ακόμα στο στάδιο του πανικού.
 Κι αλήθεια, πανικό μου προκαλούσε η σκέψη ότι θα είχα, με μόνο εφόδιο τη δυστοκία μου, να εκστρατεύσω εναντίον είκοσι τουλάχιστον σελίδων, που τα εδάφη τους ήταν ήδη κατεχόμενα από το πολεμοχαρές λευκό κενό. Ότι θα έπρεπε να στρατολογήσω κάπου πέντε χιλιάδες λέξεις. Οι άξιες εθελόντριες λέξεις, λιγοστές πάντα προσέρχονται. Αντίθετα, αφθονούν οι κακοποιημένες από το βιοπορισμό και την τυποποίηση, όπως κι εκείνες που λιποτακτούν στα δύσκολα, και που είναι συνήθως τα κακομαθημένα, απόλεμα, νόθα παιδιά της φαντασίας μας. Ανάμεσα, οι απρόβλεπτες λέξεις, οι φανατισμένες, καμικάζι που ανατινάζουν κάθε τόσο αθώους, άμαχους χειρισμούς του λόγου.

 Ποτέ, σε ποίημα ή προσευχή - το ίδιο κάνει- ούτε σε επιστολή ή σε απώλεια -το ίδιο κάνει- δε βάζω τίτλο.

 Ο τίτλος μου είναι αλυσίδες. Δε με αφήνει να απελευθερωθώ από κει που ξεκίνησα και που όσο συνεχίζω, το βλέπω, άγονη γη πως κατακτώ. Ενώ χωρίς τίτλο, λοξοδρομώ και χαράζοντας επιτόπου ψευτοπεράσματα δοκιμάζω να κατευθύνομαι προς όπου μισοακούγεται θολός ήχος τρεχούμενων νερών. Φτάνοντας, και λάθος να δω ότι έκανα και νερά να μην τρέχουν, ούτε σταγόνα, δεν έχει σημασία. Εγώ πάντως το μικρό σταμνάκι μου πρόφτασα καθ'οδόν να το γεμίσω με τον ήχο της αναβλύζουσας νοερότητας.

 Ίσως πολλοί να εξέλαβαν αυτόν τον βεβιασμένο τίτλο ως τυχοδιώκτη και άλλοι ως επαίτη. Το δεύτερο δεν προσβάλλει. Καθετί σχεδόν που επιχειρούμε την επιτυχία επαιτεί από τη διερχόμενη τύχη. Και η προσευχή αυτό κάνει. Τείνει την άδεια παλάμη της, περιμένοντας να την ελεήσει η πίστη με Θεό.
 Η πιο αλήθεια είναι ότι αυτός ο τίτλος επικράτησε ως ένας έντιμος βιογράφος της απόλυτης αδυναμίας μου να επικεντρωθώ σε ένα μόνο θέμα με στόχο του την εξαντλητική ευθεία, χωρίς πλαγιοδρομήσεις, ανάπτυξή του.
Δεν ξέρω πώς να το εφοδιάζω κάθε τόσο με την κινητήρια εξέλιξη, πώς να ιεραρχήσω τις σημασίες, τι κενό πρέπει να αφήνω μεταξύ της σημασίας και της επιρροής που ασκεί επάνω μας, ώστε να μπορούμε να ανατρέπουμε την ιεράρχηση ανάλογα με τα συμφέροντα των συγκυριών. Ευκολότερα θα κατάφερνα να υφάνω μεταξωτούς ρόλους με νήμα αγκαθιών παρά μια λεία πλοκή με ατσάλινο νήμα συνέπειας, ορθολογισμού.
 Εδώ δεν καταφέρνω, παρά την τόση προϋπηρεσία, να επιβάλω πειθαρχία σε μια χούφτα στίχους, να τους εμφυσήσω πατριωτισμό, ώστε ορμώντας να καταλάβουν το επόμενο εχθρικό ύψωμα.

 Είναι πράγματι θεαματικό το πόσο εύκολα ξεφεύγει η οδήγηση των λέξεων από τα χέρια, πώς ξαφνικά το μπροστινό τζάμι γεμίζει λασπόνερα, από το βιαστικό προσπέρασμα κάποιας όψιμης ίσως ποιήτριας βροχής. Και βρίσκεσαι με τους μπροστινούς τροχούς των στίχων να αιωρούνται στο κενό. Και ό,τι διδάχτηκα απ'αυτό το σύνηθες ατύχημα είναι να μένω έκθαμβη με το πόσο ισορροπημένα και τολμηρά εξωθώ στα άκρα αυτή την αιώρηση, χάρη στους λίγους πόντους προσγείωσης που πέτυχαν οι πίσω τροχοί της στέρεης σκέψης μου.

 Όμως, αυτό είναι μια πείρα χρήσιμη για μικρές αποστάσεις. Δεν επαρκεί για ένα μακρύ τόλμημα όπως αυτό που επιχειρώ απόψε εδώ. Μόνο αν μου δάνειζε ο Ηρακλής κάποιους από τους χειροδύναμους άθλους του, θα μπορούσα να κόβω τα αναφυόμενα συνεχώς κεφάλια της Λερναίας κοινοτοπίας, της υποτονικότητας, των χασμωδιών, να μπορώ να εξοντώσω τις Στυμφαλίδες όρνιθες του πλατειασμού, που με τα χάλκινα ράμφη τους κατασπαράζουν την ακριβολογία, και ποιος τάχα άθλος θα με βοηθούσε να κρατώ τα χαλινάρια του ειρμού, που τόσο εύκολα αφηνιάζει γκρεμίζοντάς σε στο παραλήρημα.

 Πιστεύω ακράδαντα πως όταν ο λόγος οδοιπορεί,ανάλαφρα σοφό είναι, το χιούμορ, κατά διαστήματα, να πηγαίνει καβάλα στην πλάτη της σοβαρότητας. Για να ξεκουράζεται η ίδια από το δικό της βάρος. Θα την πείσω να το δεχτεί; κι αν ακόμα την πείσω, θα καταφέρω να προκύψει πράγματι ξεκούραστος ο λόγος;

 Επιπλέον θα πρέπει να συγκρατώ τη φανατική κριτική που ανεπιφύλακτα σπεύδει να τσαλαπατάει τς φωλιές των καρπερών επαναλήψεων που συναντά στο διάβα της. Πράγματι αφθονούν σε κάποια κείμενα οι επαναλήψεις. Συνήθως, κλωσάνε τα ίδια σχεδόν μπαγιάτικα αυγά τους. Αλλά αν το καλοσκεφτούμε, κι εμείς για να σώσουμε αυτό το ίδιο μπαγιάτικο αγωνιζόμαστε να ζήσουμε τόσο διαφορετικά.
 Τι αξιολάτρευτο εντούτοις που είναι το οξύμωρο σχήμα του αγώνα μας.

 Ο λόγος που θέλω να προστατεύω αυτές τις φωλιές των επαναλήψεων από την απόρριψη δεν είναι γιατί είμαι κι εγώ μια αναπόφευκτη επανάληψή μου, αλλά επειδή τίποτα δεν αποκλείει, μέσα σε κάποια απ'αυτές τις φωλιές, και μέσα στην κεκτημένη θερμοκρασία των επαναλήψεων, να επωάζει τον νωθρό χρόνο της κάποια Σάρα ανανέωση.

 Και πέρα απ'όλα αυτά τα δύσκολα που επωμίζεται κανείς γράφοντας,
να είναι υπεύθυνη και για τη στίξη, αν θα ανταποκριθεί στα τόσα διαφορετικά καθήκοντά της:
 εδώ να λειτουργεί σαν αναψυκτήριο της ανάσας,
 εκεί να τίθεται σα μόνωση. Γιατί δεν είναι σωστό να ακούγεται παραέξω τι λέει μια θερμή εξομολόγηση στον διπλανό της κρύο χειμώνα: Αχ ξερόκλαδό μου, να'ξερες πόσο σ'αγαπώ
 να ελέγχω αν μπήκε η σωστή στίξη, χωρίς κλάψες, στη λέξη: τέλος - τελεία και παύλα «σαν έτοιμη από καιρό σα θαρραλέα» και συγχρόνως να κάνει χρέη κρεμάστρας, για να μη τσαλακώνεται η γλώσσα.

 Η γλώσσα: αυτή η Σταχτομπούτα της έκφρασης. Τι ωραίο παραμύθι. Αλλά όχι και τόσο παραμύθι. Η κακιά μητριά της, η σιωπή, αληθεύει.
 Η γλώσσα, με το εξαίσιο χάρισμα να συλλαμβάνει τι εννοεί η άφωνη αγωνία, απλώς και μόνο διαβάζοντας το ανεπαίσθητο σάλεμα των χειλιών της.

 Η γλώσσα, αυτό το ελιξίριο της νεότητας για τους γερασμένους τρόπους των αναστεναγμών.

 Οι συναρπαστικοί μονόλογοι της γλώσσας. θα διασωθεί άραγε κάτι απ'αυτούς; Λίγα πράγματα. όσα προφταίνει να κρυφακούσει η μνήμη του χαρτιού. Εξυπακούεται ότι το χαρτί είναι ο μονόλογος της μνήμης μας.

 Ολ'αυτά που απαρίθμησα είναι μια συμπαγής ευθύνη πολύ βαριά για να μπορεί να την σηκώσει η διάσπαρτη, ελλιπής κατασκευή μου. Εννοώ πως έχω περίπου τη φτιαξιά ενός εντόμου, ας πω, με εντελώς συμπτωματικό ρόλο και συμπτωματική απόδοση. Δε διαθέτω εκείνο το ρύγχος που άμεσα αντλεί τη γονιμοποιό συνθήκη από την όποια μορφή πηγής.Έτσι, περιορίζομαι να ακολουθώ αρτιμελή  έντομα, μέλισσες, πεταλούδες και άλλα, κρύβομαι πίσω από τις κοιλότητες των ανθέων, πίσω από κει που τα έντομα βυθίζουν το ρύγχος τους, κι εγώ απλώς, κρυφακούοντας τις κραυγούλες της απόλαυσης που βγάζουν κατά την άντληση της γύρης, κλέβω όσο περίσσευμα γονιμοποιού δυνατότητας χύνεται έξω από τους κάλυκες.

 Με κλεμμένο λοιπόν περίσσευμα ξένης απόλαυσης, δε θα ήταν τίμιο να βάλω σε αυτή την ομιλία ως τίτλο:
  Γονιμότητα.
 Κι όμως, να'ξερες πόσο σ'αγαπώ, ξερόκλαδό μου...

 Έτσι, κατέφυγα στον έρανο σκέψεων. Οι λιγοστές που απέφερε, το έβλεπες ότι προέρχονταν από την εργατική τάξη των εμπνεύσεων κι από το υστέρημα των βασάνων της.
 Και πήρα για ξεκίνημα αυτής της ομιλίας μερικές ευαισθησίες, ταλαιπωρημένες από τα ταξίδια τους σε μακρινά ενδεχόμενα και κοντινές επαληθεύσεις. Τις βρήκα σ'ένα ημερολόγιο που κρατούσε ο φόβος, γραμμένες ανάκατα, έξω από την αράδα τους πεσμένες, άλλη μπρούμυτα, άλλη ανάσκελα, σα να τις έγραφε το χέρι μιας μεγάλης φουρτούνας. Τις συμπάθησα, καθώς η διαλυτή, σκόρπια υφή τους συνέπιπτε με την έμμονη ιδέα μου ότι ο κόσμος είναι σκόρπιες σελίδες ενός παμπάλαιου εγχειριδίου,  όσες απέμειναν μετά από την αποκρυπτογράφησή  τους, κατά μια εκδοχή την ανέλαβαν οι αρχέγονοι διασκορπιστικοί άνεμοι και τα καταποντιστικά ύδατα.
 Από το εγχειρίδιο αυτό, οι σελίδες που έδιναν οδηγίες αντοχής, ως το μόνο σωστικό μέσον του ανθρώπου και της γαλήνης του, πνίγηκαν. Από έναν οργισμένο κατακλυσμό, με στόχο του να αφανίσει την αιματηρή διαμάχη μεταξύ της εξήγησης του ανεξηγήτου. Αντ 'αυτού την αθώωσε και την καθιέρωσε.

 Και είναι σημαδιακό πως ούτε στην πρωτότυπη Κιβωτό του Νώε μπόρεσαν να χωρέσουν και να σωθούν αυτές οι σελίδες ούτε στις χιλιάδες απομιμήσεις της μετά, όπως είναι τα όνειρα, οι προγραμματισμοί, η πίστη, ο έρωτας, η τέχνη.

 Ενώ, αντίθετα, για τις σελίδες εκείνες που καθόριζαν με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες πώς εξαφανίζεται κομματιαστά η διαμιάς ο άνθρωπος, ο Νώε πρόσθεσε έκτακτα βαγόνια στην Κιβωτό του και όχι μόνο χώρεσαν αλλά ζευγάρωσαν οι εξαφανίσεις μας, αυξήθηκαν και διαιωνίσθηκαν.

 Κατάλαβες τώρα για πότε μιλώ. Για τότε, όταν μου απάντησες ότι η Κιβωτός σου ήταν γεμάτη και δε χώραγε η δική μου σωτηρία.Ενώ,απ'την πίσω πόρτα, έμπαζες έμπαζες έμπαζες αβέρτα, και σώθηκε όλο εκείνο το σκυλολόι της σκληρότητας.

 Μη μου πεις τώρα, περασμένα ξεχασμένα αυτά, και πού τα ξέθαψα. Ο συνειρμός τα έφερε. Αυτός ο ταχύτατος Ερμής της γλώσσας, ο αγγελιοφόρος των συσχετίσεων, ο ημίθεος της πρωτοβουλίας. Με το που είπα τη λέξη Κιβωτός αμέσως έφερε από τη μακρινή μνήμη τον πνιγμό μου.
 Υπενθυμίζω ότι μνήμη είναι απλώς το φιλολογικό ψευδώνυμο της λήθης.

 Με την ευκαιρία, θέλω να τιμήσω και τη στενή συνεργάτιδα του συνειρμού, την παρομοίωση. Θα πρέπει να ακούστηκε, όση ώρα μιλώ, πόσες φορές με εξυπηρέτησε ο σύνδεσμος σαν: σαν Κιβωτός, σαν ψέμα, σα Θεός, σα χθες, σαν αιωνιότητα, σαν παραμύθι. Θεωρώ την παρομοίωση δημιουργό. Χαμηλών βέβαια τόνων, αφού αντιγράφει το πρωτότυπο. Όχι όμως με φωτοτυπικό μηχάνημα αλλά με τη γνήσια μέθοδο της ατελούς ομοιότητας. Αυτές ακριβώς οι ατέλειες της αναπαραγωγής επιβεβαιώνουν ως δημιουργικό το χάρισμα της παρομοίωσης, μια και η τελειότητα έχει υπάρξει μόνο ως ένα επιφώνημα θαυμασμού: τέλειο, τέλειο, μπροστά σε κάτι που, παρά τις εκ Θεού ατέλειές του, μας συνεπαίρνει σα να είναι τέλειο.
 Οι γνήσιοι δημιουργοί δεν εκτιμούν την παρομοίωση. Την αποκαλούν δεκανίκι της άδυτης φαντασίας, τυχοδιώκτρια δεξιοτεχνία, και άλλοι τη συκοφαντούν πως είναι ερωμένη ενός πολύ καυχησιάρη, ξεπεσμένου τρόπου.

 Δε με νοιάζει αν είναι φτηνό το γούστο των συμφερόντων μου. Εγώ τιμώ το σύνδεσμο «σαν» επειδή με συμφέρει να είσαι: σαν υπαρκτός, σαν ψέμα, σα Θεός, σα χθες και σαν επιστροφή του χρόνου που έφυγε.
 Και τι περίεργο, ίχνη του δεν βρέθηκαν πουθενά αλλού, παρά κάτι θολά, επάνω στο πόμολο των δακρύων.

 Να ένας ωραίος τίτλος γι'αυτή την ομιλία:Ίχνη του χρόνου στο πόμολο των δακρύων. Στέγνωσαν;

 Ο χρόνος που φεύγει. Από μιαν άποψη, καλύτερα. Η συντομία του είναι σκαιά: Τα παράπονά σας στη θνητότητα, μας απαντά ο άξεστος. Κι όμως ακόμα σ'αγαπώ, ξερόκλαδό μου.

 Αταίριαστος ο ταχύς χρόνος για τη σκεπτόμενη εσωτερικότητά μας. Της αρμόζει ένας χρόνος που να του αρέσει να πλήττει, να κάθεται δίπλα της χωρίς να μιλά, να την κοιτάζει, να την καθησυχάζει, μη φοβάσαι δε φεύγω, να της λέει.

 Είναι προσβλητικό οι μακρόπνοες ονειροπόλες προθέσεις μας να βρίσκονται στο έλεος ενός ανεγκέφαλου χρόνου, αφού είναι άπειρος, ατελεύτητος όταν δεν υπάρχουμε, και όσο ζούμε, είναι πιο σύντομος κι από τη λέξη: σήμερα. Για να το πω κάπως πιο αισθηματικά, μας τα ταπεινώνει να έρχεται, να στέκει όρθιος, στο πόδι, να μην έχει ούτε καν την ψεύτικη ευγένεια να ενδιαφερθεί, να ρίξει μια ματιά αν έθρεψε η πληγή που μας προκάλεσε η χτεσινή ταχύτατη φυγή του.Τίποτα. Αφήνει την πληγή να χάσκει και φεύγει σαν τρελός. Πάει να κλεφτούνε πάλι με τη στιγμή. Μ'εκείνη τη σφουγγαρίστρα των ρολογιών.

 Η σφουγγαρίστρα των ρολογιών. Να ένας τίτλος κώδων συντόμευσης, για τη μακρηγορία μου.


 Αλήθεια, παραείναι στενός ο μέσα μας χρόνος. η μοναχικότητα πιέζεται. Ίσως ξαφνιάζει αυτό που λέω, επειδή φαντάζεται κανείς τη μοναχικότητα σα μια σκιά ζαρωμένη, που της αρκεί μια μικρή γωνιά χρόνου. Λάθος. Η μοναχικότητα δεν είναι σκιά. Είναι ένα σαρκώδες ογκωδέστατο «θέλω». Αδύνατον να χωρέσει σε αυτό το μωρουδίστικο καρεκλάκι που είναι ο χρόνος.

 Εκεί, στριμωγμένη σε μια γωνιά της μοναχικότητας ζει και η ανάγκη, πότε πότε κάπου να απευθύνεται κανείς προσευχόμενος ή γράφοντας- δε διαφέρει. Τώρα αν ερωτηθώ γιατί μια τόσο μοναχική ανάγκη όπως αυτή της γραφής, που είναι άλλωστε εκ φύσεως στριμωγμένη, χρειάζεται περισσότερο χρόνο, θα πω μετά βεβαιότητας:ποιος ξέρει...Στη συνέχεια, αναδεύοντας με το τυφλό δάχτυλό μου την πηχτή άνοια εικάζω ότι η γραφή, με το που ρίχνει λίγο λάδι στο μολύβι της και με το που ανάβει το φιτίλι της, κάτι φέγγει, γι'αυτό μαζεύει κόσμο απέξω, που σπρώχνει να μπει μέσα να χωρέσει, να πάρει επιτέλους ο καθένας το πιστοποιητικό ύπαρξής του. Καλώς ή κακώς, η γραφή ορίστηκε αρμόδια να εκδίδει πιστοποιητικά εκκρεμούς ύπαρξης, επειδή έχει το χάρισμα να πάσχει.

 Ένα στενό χώρο, όσο δύσκολο κι αν είναι κάπως τον δαμάζεις.
 Περιορίζεις λίγο τις προεκτάσεις των σημασιών, στοιβάζεις τον έναν εαυτό σου πάνω στον άλλο, χρησιμοποιείς αυτόν που είναι πιο άδειος και μεταφέρεται ευκολότερα.
 Ξέρω, έζησες πολύ κοντά και πολύ έντονα με το περιττό και σου στοιχίζει να το στερηθείς, πιο πολύ απ'όσο σου στοιχίζει να στερηθείς το απαραίτητο.

 Ωστόσο, επειδή ούτε όλα να τα έχουμε μπορούμε ούτε όλα να τα χάνουμε, κρατάς ό,τι απαραίτητο δεν αγάπησες, που πιάνει λίγο χώρο, κι όσα περιττά τ'αγάπησες, κατέβασέ τα έξω στο δρόμο, να φεύγουν.
 Έτσι, θα εξοικονομήσεις λίγο χώρο για την προσαρμογή και κάπου εκεί κοντά της θα μπορέσει να στιμώξει και το γραφειάκι του το φως της ημέρας.

 Σ'έναν όμως στενό χρόνο όπως είναι αυτός της συντομίας, όσα σκληρά μέτρα σύντμησης κι αν πάρεις, όση λιτότητα και να επιβάλεις στην αναπνοή σου, χρόνος δεν κερδίζεται εκτός πια αν εφαρμόσεις το έσχατο μέτρο να πάψεις να επιθυμείς.Επειδή η επιθυμία είναι που καταλαμβάνει τον πιο πολύ χώρο μέσα στο χρόνο. Όσο βέβαια εκκρεμεί η εκπλήρωσή της. Μετά την εκπλήρωση, συστέλλεται, γίνεται όσο μια μικρή κορνίζα που χωράει άνετα ακόμα και στο κουκλίστικο ραφάκι της ανάμνησης. Άδεια βέβαια κορνίζα. Η φωτογραφία θα μείνε ακόμα για καιρό στο σκοτεινό θάλαμο των ταριχεύσεων.

 Τις σκέψεις αυτές για τις διαστάσεις του χρόνου τις έχω επαληθεύσει, μετρώντας τις διαστάσεις των δικών μου αναγκών, που είναι πιστεύω όμοιες με αυτές όλου του κόσμου. Και βρήκα ότι σ'αυτόν το χρόνο που μας δόθηκε, χωρά μόνον ως αποχαιρετισμός σου. Κι εκεί στριμωγμένα. Στριμωγμένα αποχαιρετώντας ή γράφοντας - το ίδιο κάνει.

Έτσι κι εγώ. Στριμωγμένη έμενα στην επώδυνη έκπληξη βλέποντας αυτή την ομιλία- ψηφιδωτό που κατάστρωνα, αν και φτιαγμένη από ελαφρότατα κομματάκια φελλού, να βουλιάζει πιο γρήγορα απ'όσο μια βαριά πέτρα δεμένη στο λαιμό του βυθού.

 Μια βαριά πέτρα δεμένη στο λαιμό του βυθού. Ακαριαίος τίτλος. Δεν τον συνιστώ σε κανένα «παραιτούμαι».

 Άραγε γιατί φοβήθηκα να χρησιμοποιήσω τον πιο ανατόμο της αστάθειας τίτλο: Περί ανέμων και υδάτων;

 Δεν εννοώ τους ανέμους εκείνους και τα ύδατα που ψυχαγωγούν την ελαφρότητα, και που ένας Θεός ξέρει ποιες ασήκωτες συνθήκες την έκαναν κι αυτή ν'απαρνηθεί το βάρος της.

 Μιλώ για κείνα τα ήρεμα στοιχεία της φύσης, που χωρίς προειδοποίηση ξαφνικά ορθώνουν αγριεμένο το τρίχωμα των ενστίκτων τους και με τι μανία σπάζουν τον μοναδικό καθρέφτη της ομορφιάς τους, που είναι ο θαυμασμός μας.

 Αναφέρομαι στις μεταπτώσεις των φαινομένων. Στο πώς το αεράκι, την ίδια στιγμή που παίζει με τη σκόνη σου, τη σηκώνει ψηλά στα χέρια του σα να'ναι μωρό και την κάνει να μην κλαίει πια


 ή

 ενώ χτενίζει απαλά με τα δάχτυλά του τις σελίδες, προσπαθώντας να ξεμπερδέψει τα μαλλιά όσων έγραψες. χωρίς να τα ξεριζώσει, πώς ξαφνικά μεταστρέφεται σε ανεμοστρόβιλο, κι αρπάζει τη σκέψη του ψυχισμού σου.

 Είδα μεγαλώνοντας εκείνον τον ευγενή μικροκυματισμό της θάλασσας και το έξοχο λευκό αφρώδες τραγούδι που υφαίνει ο φλοίσβος στον φαφούτη αργαλειό του, αυτόν το φλοίσβο που ακούγοντάς τον οι προσχολικοί μας στίχοι γέμιζαν τα κουβαδάκια τους με τις πρώτες χαμηλές νότες της άμμου, τον είδα να εξαλλάσσεται σε τεράστια ανοιχτά σαγόνια κυμάτων που μας κατάπιναν, λες και δεν υπήρξαμε ποτέ οι χάρτινες βαρκούλες του - οι παιδικές, κι έπαιζε.

 Να όμως, ένα ποίημα του Νερούδα που σα να με επιτιμά ότι όσα καταγγέλλω είναι γιατί μου αρέσουν οι ένοχοι, ότι οι μεταπτώσεις αυτές της φύσης δεν είναι απαραίτητα η προσωπογραφία της ψυχικής αστάθειας όλων μας, όπως θέλω να υπαινίσσομαι.
 Επιτρέψτε μου να διαβάσω μόνο μερικούς στίχους:

Εδώ ζούμε.

Είμαι απ'αυτούς που ζουν
το μισό στη θάλασσα
και πλάι στο δειλινό
πέρα από τούτες τις πέτρες.

Όταν ήρθα εδώ
και είδα το τι γονόταν
αμέσως αποφάσισα.

Η γυμνή μοναξιά τραγούδαγε εκεί,
κι εγώ, χαμένος και αγνός
ενώ ατένιζα κατά τη σιωπή
άνοιξα το στόμα και είπα:
«Ω, μάνα του αφρού
μοναξιά απειροδιάστατη
θα ιδρύσω εδώ την προσωπική μου τέρψη
τον ενικό μου θρήνο».
Από τότε ούτε ένα κύμα
δε με απογοήτεψε ποτέ.

Από την εξαίρετη μετάφραση της Δανάης Στρατηγοπούλου.

 Αλλά δεν καταλαβαίνω διόλου γιατί να με επιτιμά ο Νερούδα.
 Κι εγώ τι διαφορετικό έκανα;
 Κι εγώ τον ενικό μου θρήνο ίδρυσα
 και ούτε μάνα
 με απογοήτεψε ποτέ
 ούτε ένα άγριο κύμα του.

 Άθελά μου τώρα, εξαιτίας ίσως αυτών των θυελλωδών σκέψεων και της τρικυμιώδους αφορμής τους, ανέκυψαν οι πλόες και οι πτήσεις κάποιων δικών μου ποιημάτων. Και ανασύρθηκε εφιαλτική η απορία μου, πώς ποιήματα που γράφτηκαν με μαθηματικά επαληθευμένη ψυχή, άλλα υψώθηκαν μόνον ως το χαμηλόφωνο άνεμο των θυμαριών
κι εκεί έμειναν σκαλωμένα
κι άλλα, φτιαγμένα για ταξιδευτές ωκεανούς
καταποντίστηκαν στην πιο ρηχή
«βοήθεια...βοήθεια» που φωνάζεις.

 Μετρώ αμέτρητα ναυάγια στυπόχαρτου φορτωμένα με τόνους απορροφητικής γραφής.

 Γι'αυτό όταν με ρωτάνε τι είναι η ποίηση, απαντώ με μελαγχολική ειλικρίνεια: δεν ξέρω.
 Αν ήξερα, θα ναυαγούσα;

 Ξέρω όμως να απορώ. Και τούτο έχει μια σχέση με την ποίηση, και με τον τρόπο που αυτή σωστά παρηγορεί. Παρηγορεί με το να αποσπά την προσοχή της λύπης από την προσωπική της αιτία και να την προσηλώνει σε μιαν άλλη συμπαντική λύπη, ήρεμη, καθόλου πιεστική, χωρίς υστερισμούς, ψύχραιμη, ανθεκτική, σχεδόν μειδιώσα. Είναι η λύπη που νιώθει η απορία.

 Η απορία γεννήθηκε λίγο μετά τη χαρούμενη δημιουργία του κόσμου, την ίδια εκείνη σαστισμένη μέρα που η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στην επιφάνεια το κοσμογονικό ανεπίστρεπτο του βίου μας.
 Αυτή την ηρωική απορία, που διήνυσε αβοήθητη το μυστήριο της υπάρξεως μέχρι το τέλος της, την ανακήρυξε άλυτη το άλυτο του θανάτου.

 Με με λες απαισιόδοξη...
 Ποιος απαισιόδοξος νοιάζεται όσο εγώ για τη διατηρητέα φύση των ονείρων. Πιστεύω ότι είναι πλάσματα ενός άγνωστου κόσμου που δεν έζησε ποτέ. Πλάσματα λάθος πληροφορημένα, από ευφάνταστο όνειρό τους, ότι ο δικός μας κόσμος είναι πραγματικός, ζει. Κι έρχονται μες στη νύχτα ψάχνοντας να πραγματοποιηθούν. Όσο μπορώ τα προστατεύω απ'αυτή τη θανατηφόρα επιθυμία, αποκαλύπτοντάς τους ότι αν διαρκώ είναι γιατί πάει πίσω το ρολόγι του ονείρου.

 Είδες τι έπαθες εσύ για να μην είσαι όνειρο...

 Ο Άθως Δημουλάς, σε ένα ποίημα του υμνεί την αξία που έχει αυτή η ασύλληπτη, διαλυτή υφή του ονείρου με την πιο ρητή αφαιρετικότητα. Γράφει:

Και πραγματοποιημένο το όνειρο
όνειρο θέλουμε να μείνει...

Δεν είναι λιγότερη η αγωνία του Σαίξπηρ για τη μοίρα των ονείρων. Αναρωτιέται:


 Μετά τον αιώνα του σώματος, ποιος ύπνος αναλαμβάνει τα όνειρα; (μτφρ Γ. Χειμωνά)

 Γιατί με λες απαισιόδοξη. Ίσα ίσα που, όταν με ρώτησες για εκατοστή φορά τι είναι έρωτας, σου απέκρυψα τις απόψεις των θρήνων περί αυτού του αναθρώσκοντος αισθήματος.
 Σου είπα ότι ο έρωτας είναι η ωραιότερη φωτογραφία που έβγαλε ποτές της η μυθοποίηση
 ότι είναι το πιο παγιδευτικό επιχείρημα που χρησιμοποίησε η φύση γα να μας πείσει να δεχτούμε να υπάρξουμε. Ότι παγιδευτήκαμε τόσο πρόθυμα, δείχνει πως η ζωή η ίδια είναι έρωτας.

 Ο έρωτας. Ο μυστικός δείπνος του καθενός μας.

 Όπως βλέπεις αφήνω να μην πολυδιαφέρει το κεντρί της σφήκας από το κεντρί της μέλισσας. Γιατί λοιπόν με λες απαισιόδοξη. Λίγο ταπεινωμένη, ναι. Διότι, ενώ κατάφερα, με χορηγία πλούσιων σκοταδιών, να στήσω ένα υπερσύγχρονο αστεροσκοπείο, λειτουργεί για να μελετώ τελικά, την περιστροφή μας γύρω από την καθημερινότητα.

 Άκου καθημερινότητα - Θεέ μου, πώς παρασύρθηκα να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη που υποβιβάζει σε πεδιάδα τς πιο ανισοϋψείς διαφορετικές κορυφές των πεπρωμένων μας. Τι εύκολα που εξομοιώνουμε. Κανένα μα κανένα καθημερινό βάσανο του ενός δεν είναι ίδιο με του άλλου, έστω κι αν είναι ολόιδια. Ακόμα και αυτή η κοινή πίκρα που γα να ταυτιστεί απολύτως μαζί μας ονομάστηκε συνάνθρωπος, ακόμα κι αυτή διεκδικεί τη διαφορετικότητά της. προσθέτοντας ένα αδιόρατο, επιπλέον τελικό πρίσμα της λέξης: χαίρε.

 Καθημερινότητα. Τι απαθής λέξη, πιο αμέτοχη κ από τις μέρες στα φύλλα του ημερολογίου.

 Διορθώνω λοιπόν: είμαι ένα αστεροσκοπείο ετούτης της ζωής, όσο είναι ακόμα καθημερινή.

 Με ρωτούν αν πιστεύω στην άλλη, αν θέλω να υπάρχει άλλη ζωή. Πώς να πω ναι, έτσι στα τυφλά, χωρίς να δω ένα προσπέκτους, να συγκρίνω τιμές, αντιπαλότητες, μίση, χωρίς να σταθμίσω πόση ελευθερία φαντασίας μου αναλογεί. Γιατί αν είναι να μην τολμάω να δαγκώσω ένα μήλο, να μου λείπει ο Αδάμ και η περίφημη πλευρά του, τόσο ακριβοπληρωμένη άλλωστε.

 Για να είμαι όμως ευθέως ειλικρινής, απαντώ ότι: άλλη ζωή για μένα σημαίνει μόνο τούτο: παιδί χρονιάρικο να είμαι πάλι, που δεν καλοπερπατάω ακόμα, να τρεκλίζω, να πέφτω κάθε τόσο και να σηκώνομαι γατζωμένο στην ίδια φούστα, αυτής εδώ της ίδιας μητρικής μου ζωής, που γνώρισα.

 Άθεη δεν είμαι, πιστεύω στην άλλη, τη μέσα μας ζωή. Δε νηστεύω βέβαια αυστηρά την ανυπομονησία γιατί ο όφις-χρόνος με παρασύρει. Νηστεύω όμως τον Θεό αφανέρωτο όπως είπα, και ως απόμακρο τον αγαπώ, όπως αγαπώ το κάθε απόμακρον, ως τον μόνον ενσαρκωτή της έννοιας του πλησίον.
 Του παρέχομαι εξαντλητικά, και μόνον έτσι εκ νέου αφθονώ, όπως όταν κλαδεύονται τα εξαντλημένα κλαδιά και κλωνάρια των δέντρων, των φυτών. Ενίοτε δίνει σημεία ζωής η ανταπόκριση του απόμακρου.
 Όπως ετούτο:

«Ένα βράδυ σε μια όχι κοσμική ταβέρνα, μπήκε ένας νεαρός Κινέζος, μετανάστης, με το κινητό εμπόρευμά του έκθετο πάνω σ'ένα ξύλινο τελάρο κρεμασμένο με λουρί από το λαιμό του.
 Γυαλοκοπούσαν ένα σωρό μπιχλιμπίδια εκεί μέσα παράξενα και μη παράξενα. Εμένα μου γυάλισαν κάτι κοκκινόχρωμα ευτελή πουλάκια γύψινα. Το καθένα πατούσε σε έναν πλαστικό κορμό δέντρου, χωρίς ούτε ένα ξερό φύλλο επάνω, που να δείχνει πως υπήρξαν και καλύτερες εποχές.
 Στην άκρη του κορμού, υπήρχε ένα κουμπάκι σαν εξόφθαλμος ρόζος. Το πάταγες και το πουλί κελαηδούσε.
 Πήρα τρία πουλάκια με μια βιασύνη λες και υπήρχε φόβος να πετάξουν και να φύγουν, δε ρώτησα πόσο κάνει το ένα, ούτε διεκδίκησα έκπτωση λόγω της κατανάλωσης.
 Με ρώτησαν ύστερα από τη συντροφιά «καλά ένα, αλλά τρία πουλάκια τι τα ήθελες;»
 Απάντησα: η μια παραίσθηση θα κελαηδάει. Η δεύτερη θα είναι επί ποδός, να αλλάζει αμέσως την μπαταρία μόλις τελειώσει. Και η τρίτη, θα γυρίζει τις σελίδες με τις νότες του κελαηδισμού και θα τις συγκρατεί να μην τις πάρει ο σφοδρός άνεμος της νοερότητας.
 Ανήσυχη πάντως θα τρέχει κάθε τόσο στην πόρτα να δει αν έρχεται η ανθρωπότης. Σε σχηματισμό λέξεων. Ανήσυχη, αν ανάμεσά τους θα είναι προπάντων η καθοριστική λέξη: ακροατήριο.
 Αλίμονο αν δεν έρθει.
 Γι'αυτό το ακροατήριο μαθαίνουμε να ψευτοτραγουδάμε ή να βουβαινόμαστε, βυθιζόμενοι αργά αργά στην άπατη λέξη: βοήθεια...βοήθεια...που να ξελαρυγγιαζόμαστε να ζητάμε.
 Όσο κ αν δεν το ομολογούμε, όλο και πιο φανερό γίνεται ότι όλοι μας, για έναν γοητευμένο, ακούραστο ακροατή του μέσα είναι μας ζούμε, βυθιζόμενοι αργά αργά στην άπατη λέξη: αναμονή.

 Κι όσο λογοδοτούσα, με πλησίασε ένας σερβιτόρος και σκυφτά μου έδωσε ένα πάνινο μεταξωτό σακουλάκι.
 Είναι από κείνον τον αλλοδαπό, μου ψιθύρισε.
 Έβγαλα από μέσα ένα εξαίσιο πουλάκι. Πέρα για πέρα αληθινό. Το'βλεπες από το πώς ανάδευε τα φτεράκια του η αέρινη χειρονομία, όπως αληθινό ήταν και το καταπράσινο φύλλο που υπήρχε σε τούτο τον κορμό. Απόδειξη πόσο ριγηλά το έσειε ο απόμακρος άνεμος της αλληλότητας (αν βέβαια υπάρχει αυτή η λέξη).

 Άθεη δεν είμαι. Ονειρεύομαι τον πλησίον αλλά εμπιστεύομαι τον απόμακρο.
 Όπως και το κάθε απόμακρο. Γι'αυτό και δε φοβήθηκα να ονομάζω το γήρας χόβολη της νεότητας. Μεριμνώντας έτσι, πάνω απ'αυτή τη γκρίζα θερμότητα που βγαίνει μέσα από το μισόκλειστο βλέφαρο της στάχτης, να απλώνει και να χουχουλιάζει τα παγωμένα χεράκια της η έξω γυμνή αλήθεια μας.

 Αν σας κούρασα, αν ζημίωσα το ουσιώδες εκθειάζοντας τα επουσιώδη, κι αν πολλά απ'όσα είπα φορούσαν μια τολμηρή εφηβεία, ε, χρεώστε μισή ντροπή δική μου και μισή σ'εκείνη τη χόβολη της απόμακρης νεότητας που πολύ συχνά ξεχνάει...ξεχνάει, ξεχνάει και φέρεται σα να είναι ακόμα φωτιά - σα φωτιά σ'αγαπώ, ξερόκλαδό μου...

 Κι όπως λέει η Όλια στις Τρεις αδελφές του Άντον Τσέχοφ:
«Αχ, να ξέραμε, τουλάχιστον να ξέραμε...»

Ευχαριστώ.


Τάσος Λειβαδίτης, Ασφαλής Κατεύθυνση

Ασφαλης Κατευθυνση


Στη μνήμη των αδελφών μου Ντίνου, Μίμη και Αλέκου 


Κι επειδή τα οικονομικά μου πήγαιναν όλο και στο χειρότερο, άρχισα να γίνομαι εφευρετικός : κατέβαινα, λόγου χάρη, στο υπόγειο όπου βρισκόταν ένα παλιό χαλασμένο ρολόι, το έβαζα στην πιο κρίσιμη ώρα και περίμενα - κι ας είναι ευλογημένο τ' όνομα του Θεού, ποτέ δεν έπεσα έξω, ύστερα, υπερήφανος, πήγαινα στο οινομαγειρείο, όπου ο ατμός απ' τις κατσαρόλες με γέμιζε θρησκευτικές σκέψεις, συνωστιζόταν ο φτωχόκοσμος, μέθυσοι με ποδοπατημένα καπέλα, λόγια χιλιοειπωμένα σαν τις εποχές, ώσπου, τέλος, πιωμένος, έπαιρνα από πίσω κάποιον απ' τους νεκρούς μου κι έτσι έβρισκα πάντα το σπίτι μου. 


Μια νύχτα θα κάνουμε μία μεγάλη σκέψη αλλά δεν πρέπει να την πούμε πουθενά, είναι η μόνη δικαιοσύνη. Ύστερα θα βγούμε στους δρόμους, θα βρέχει και η βροχή έχει και εκείνη την ιδιωτική της ζωή, ενώ εμείς δεν είχαμε. Θα αργοπορήσουμε μπροστά σε ένα φαρμακείο, μιας και είμαστε θνητοί και αφού οι ουρανοί γνωρίζουν την αθωότητα μας. Τέλος όπως θα ξημερώνει θα χτυπήσουμε την πόρτα του σπιτιού μας, αλλά κανείς δεν θα μας γνωρίζει. Είναι απίστευτο σαν τις μεγάλες μέρες που ζήσαμε. Αντίο λοιπόν, ας ανοίξουμε την ομπρέλα μας και ας προσπεράσουμε βιαστικά το τέλος μίας εποχής.


Απ'τη συλλογή Ο τυφλός με το λύχνο,1983






Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Το Μεγάλο μας Τσίρκο

Το "Μεγάλο μας Τσίρκο" ανέβηκε στο θέατρο Αθήναιον μεσούσης της Δικτατορίας (22 Ιουνίου 1973). Η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος αποφάσισαν να ανεβάσουν ένα αλληγορικό έργο το οποίο περιέγραφε την ιστορία καθώς και τις ταλαιπωρίες του ελληνικού κράτους απ'τον ερχομό του Όθωνα (1883) μέχρι και την Κατοχή με απώτερο στόχο να αφυπνίσουν τον αγανακτισμένο ήδη λαό. Φυσικά η θεματική του απέβλεπε στην παραπλάνηση της λογοκρισίας της Χούντας. Η ιδέα τους υλοποιήθηκε με την αρωγή του Ιάκωβου Καμπανέλλη  οποίος έγραψε το κείμενο. Η μουσική επένδυση ανατέθηκε στον Σταύρο Ξαρχάκο που με τη σειρά του ζήτησε στο Νίκο Ξυλούρη να παίζει το ρόλο του τραγουδιστή - τελάλη. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Κώστας Καζάκος και τα σκηνικά ο Ευγένιος Σπαθάρης. Στο θίασο πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Σπύρος Κωνσταντόπουλος, ο Νίκος Κούρος, Ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος. Η μεγάλη επιτυχία της παράστασης (κόπηκαν περίπου 400.000 εισιτήρια) στάθηκε βασική αφορμή για επανάσταση ενώ γνωστά συνθήματα όπως "ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΥΘΕΡΙΑ" και "ΦΩΝΗ ΛΑΟΥ-ΟΡΓΗ ΘΕΟΥ" ακούστηκαν για πρώτη φορά εκεί.Το "Μεγάλο μας Τσίρκο" είχε μεγάλη απήχηση στο αθηναϊκό κοινό και λόγω της μεγάλης προσέλευσης των θεατών, οι παραστάσεις χαρακτηρίστηκαν εκ των υστέρων ως οι μαζικότερες -μέχρι το Πολυτεχνείο- πολιτικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας.
Η παράσταση διεκόπη για ένα περίπου μήνα (απ'τα μέσα Οκτωβρίου μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου) λόγω της σύλληψης της Καρέζη και του Καζάκου και της παραμονής τους στα κρατητήρια Ασφαλείας και αρχίζει μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου με παρουσία αστυνομικών.
Ο Καμπανέλλης σε συνέντευξή του στη Μηχανή του Χρόνου αναφέρει χαρακτηριστικά: "Θυμάμαι την πρεμιέρα που ήταν τρομερή παρά τους πολλούς όρθιους αστυφύλακες που ήτανε στους διαδρόμους του θεάτρου -όρθιους φανερούς- κοιτάζοντας το κοινό. Όταν τελείωσε το έργο ξαφνικά βροχή από λουλούδια έπεσε στη σκηνή. Λουλούδια κρυμμένα, γαρύφαλλα κόκκινα μάλιστα τα οποία ήταν κρυμμένα σε τσέπες, σε τσάντες..."
Η αυλαία πέφτει και η Καρέζη ψιθυρίζει: Ναι, μπορώ να ξανακάνω φυλακή! Εάν χρειαστεί, μπορώ να κάνω!









*παραπάνω παρατίθενται δύο αποσπάσματα απ'την παράσταση.

Το έργο:



1. ΕΝΑΡΞΙΣ

(Μπαίνουν ο Ρωμιός και το Ρωμιάκι. Είναι ντυμένοι σαν παλιάτσοι.)

ΡΩΜΙΟΣ : Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας. Επειδή η παράστασή μας ανατρέχει σε πολλά επεισόδια, εποχές, γεγονότα, η μικρή από δω και λόγου μου θα σας πληροφορούμε μέσες άκρες για το που βρισκόμαστε και γιατί. Έλα στο έργο μας.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Α, ναι, ναι, στο έργο μας, στο έργο μας. Το έργο μας κυρίες και κύριοι μόνον υπόθεση και πυροτεχνήματα δεν έχει. Κατά τα άλλα όμως έχει μουσική, χορό, τραγούδι, γιατί λέει είναι ένα έργο που αποφάσισε να το ρίξει όξω να ξεθυμάνει.

ΡΩΜΙΟΣ : Θέλει να πει κυρίες και κύριοι ότι το έργο μας ήτο αδύνατο να τεθεί υπό περιορισμόν. Τι μας συμβαίνει όταν σκεφτόμαστε κάτι που δεν το χωράει ο νους μας ; Μας στρίβει !

ΡΩΜΙΑΚΙ : Μάλιστα. Τι κάνουμε όταν θέλουμε να πούμε κάτι και η κουβέντα μας δεν το χωράει ; Το στρίβουμε στο τραγούδι. Διότι το τραγούδι είναι μια κουβέντα που …τρελάθηκε. Κι όταν πάλι δεν μας φτάνει το τραγούδι τι κάνουμε ; το στρίβουμε στο χορό. Διότι ο χορός είναι ένα τραγούδι που ξανατρελάθηκε.

ΡΩΜΙΟΣ : Πολλά λες !

ΡΩΜΙΑΚΙ : Καλώς !

ΡΩΜΙΟΣ : Κυρίες και κύριοι, νομίζω ότι μπορούμε να αρχίσουμε

(μπαίνει ο χορός)

ΧΟΡΟΣ

Καλήν εσπέραν αφεντάδες καλώς ορίσατε κυράδες
Καλώς ορίσατε κυράδες, καλήν εσπέραν αφεντάδες.
Μέλισσες μάζεψαν τη γύρη τη φέρανε στο πανηγύρι.
Οι μέλισσες ζυμώνουν μέλι, ήλιε μου φάε και μη σε μέλλει
Τα φίδια φέραν το φαρμάκι, τα παλικάρια το μεράκι
Κι όποιος το βράζει στο βαρέλι, ήλιε μου πιες και μη σε μέλει
Όσα κι αν πω κι ότι κι αν δείτε να μη μου παραξενευτείτε
Όσα χωράνε στην αλήθεια δεν τα βαστάν τα παραμύθια

2. ΤΟ ‘21

ΡΩΜΙΟΣ : Ξέρεις ποια ιστορία θα πούμε σήμερα ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Όχι !

ΡΩΜΙΟΣ : Το εικοσιένα.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Εύκολο πράγμα !

ΡΩΜΙΟΣ : (Εκνευρίζεται) Βρε κωθώνι έτσι εύκολο το έχεις να μιλήσει κανείς για το ποιοι ήταν οι ελευθερωτές αυτού του τόπου και τι απογίνανε ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : (Στους θεατές) Αυτός είναι εντελώς αστοιχείωτος.
(Στο Ρωμιό) Άσε με βρε παιδάκι μου να τα πω εγώ που τα ξέρω. Λοιπόν κυρίες και κύριοι, εκείνα τα χρόνια η Ελλάδα ήταν πολύ σκλαβωμένη και ήρθε ο εγγλέζικος στόλος, ήρθε ο γαλλικός στόλος, ήρθε ο ρώσικος στόλος και πολεμήσανε τους Τούρκους και κατασκοτωθήκανε οι άνθρωποι και έτσι μας βοηθήσανε και ελευθερωθήκαμε.

ΡΩΜΙΟΣ : (Σαν να γρυλίζει) Μάλιστα !

ΡΩΜΙΑΚΙ : Κι από τότε όλοι αυτοί γίνανε προστάτες μας και σύμμαχοί μας και ήρθανε κι άλλοι ύστερα και αυστριακοί και Ιερά Συμμαχία κι έχουμε πάντα πρώτης τάξεως συμμάχους και δεν μπορεί να μας πειράξει κανένας !

ΡΩΜΙΟΣ : (άγρια) Σταμάτα !

ΡΩΜΙΑΚΙ : Γιατί καλέ ; Δεν έγινε έτσι ; Και τι δηλαδή έγινε το εικοσιένα ; Για πες μας εσύ που τα ξέρεις καλύτερα !

ΡΩΜΙΟΣ : Πρώτ’ απ’ όλα πρέπει να πούμε τι έγινε πριν το εικοσιένα. Ποιοι αγωνιστήκανε για να γίνει το εικοσιένα. Ας αφήσουμε όμως το Ρήγα το Βελεστινλή να τα πει μόνος του.

(βγαίνει στη σκηνή ο Ρήγας)

3. ΘΟΥΡΙΟΣ

Ως πότε παλικάρια να ζούμε στα στενά,
Mονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
Nα φεύγουμ' απ' τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά.
Nα χάνουμε αδέλφια, Πατρίδα, και Γονείς,
Tους φίλους, τα παιδιά μας, κι' όλους τους συγγενείς.
Κάλλιο ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά, και φυλακή.

Τι σ' ωφελεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά,
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ' ώραν στη φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Aφέντης κι' αν σταθείς,
O Tύραννος αδίκως, σε κάμει να χαθείς.
Δουλεύεις όλ' ημέρα, σε ό,τι κι' αν σου πει,
Kι αυτός πασχίζει πάλι, το αίμα σου να πιει.

Σ' Aνατολή και Δύση, και Nότο και Bορά,
Για την Πατρίδα όλοι, να ‘χουμε μια καρδιά.
Στην πίστη του καθ' ένας, ελεύθερος να ζει,
Στη δόξα του πολέμου, να τρέξουμε μαζί.
Βούλγαροι, κι' Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Aράπηδες, και άσπροι, με μια κοινή ορμή.
Για την ελευθερία, να ζώσουμε σπαθί,
Πως είμασθ' αντρειωμένοι, παντού να ακουστεί.
Όσ' απ' την τυραννία, πήγαν στη ξενιτιά,
Στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθει τώρα πια.
Kαι όσοι του πολέμου, την τέχνη αγρικούν,
Eδώ ας τρέξουν όλοι, τυράννους να νικούν.

ΧΟΡΟΣ

Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι
η πείνα το καμάρι είναι του κιοτή
του σκλάβου που του μέλλει να χαθεί (2)
(ο χορός αποσύρεται)

4. Η ΠΑΡΕΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ ΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΡΩΜΙΟΣ : Τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς ήταν πολλά. Όμως οι Έλληνες δεν έκατσαν με σταυρωμένα χέρια. Πολλές φορές ξεσηκώθηκαν διεκδικώντας την ελευθερία τους. Ήταν όμως ανοργάνωτοι, χωρίς συντονισμό και σχέδιο. Κι ακόμα πολλές φορές στράφηκαν στην πολιτισμένη Ευρώπη πιστεύοντας πως κάποια μεγάλη δύναμη θα σταθεί στο πλευρό τους και θα τους βοηθήσει στο δύσκολο αγώνα τους.
Μάταια όμως ! Οι εξεγέρσεις που ξεκινούσαν οι δύστυχοι ραγιάδες πιστεύοντας στις υποσχέσεις των Ευρωπαίων, πνίγονταν στο αίμα, καθώς η πολυπόθητη βοήθεια δεν έφτανε ποτέ.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Κι έτσι έβαζαν πάλι μεσίτες να ψάξουνε, έβαζαν αγγελίες στις εφημερίδες, έβαζαν τελάληδες.
Ελάτε κύριε Χατζηαβάτη μου, σας περιμένουμε.

(Ρωμιός και Ρωμιάκι αποσύρονται. Ο Χατζηαβάτης σηκώνεται μέσα από το κοινό και απαγγέλλει ενώ ταυτόχρονα ανεβαίνει σιγά – σιγά στη σκηνή. Στη μια γωνιά της σκηνής, κοιμάται κατάχαμα ο Καραγκιόζης, ενώ στην άλλη παίζουν τάβλι σε αυτοσχέδιο καφενείο, ο Μπαρμπαγιώργος και ο Σταύρακας ενώ ο Νιόνιος παρακολουθεί)

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ : Ακούσατε, ακούσατε. Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Δανοί, Γερμανοί, Ισπανοί, Αμερικανοί, ορθόδοξοι, διαμαρτυρόμενοι, καθολικοί...Ζητείται προστάτης δια έθνος πτωχόν, αλλά ενάρετον, με λαμπράς οικογενειακάς αρχάς και παραδόσεις, ολίγον μεταχειρισμένον, αλλά ωραίον και εις καλήν κατάστασιν ! Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να έχουν τα εξής προσόντα : Να μην ομιλούν ελληνικά, να είναι ελέω Θεού γαλαζοαίματοι, ξανθοί, χαριτωμένοι και εύθυμοι δια να ευθυμήσει και η δύστυχος Ελλάς. (πάει έξω από την παράγκα του Καραγκιόζη) Ακούσατε, ακούσατε... (ο Καραγκιόζης ξυπνάει και τον κοιτάζει αγριεμένος)

Ακούσατε, ακού… (Ο Καραγκιόζης του δίνει μια δυνατή καρπαζιά)....άααααααχ το κεφαλάκι μου !!! Να χαθείς παλιάνθρωπε, απολίτιστε, αγριάνθρωπε, γιατί με χτυπάς μωρέ ;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Γιατί φωνάζεις όξω από την παράγκα και κοιμάται η οικογένεια ; Ολόκληρη οθωμανική αυτοκρατορία έξω από τη δική μου τη παράγκα ήρθες να φωνάξεις ;

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ : Καραγκιόζη μου, έχω το καθήκον να διαλαλήσω παντού, ότι οι δύστυχοι ραγιάδες αναζητούν σωτήρα, αναζητούν προστάτη για να τους ελευθερώσει από την τουρκική σκλαβιά.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Τώρα μάλιστα. Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει Χατζατζάρη. Πάμε να βρούμε το μπάρμπα μου το Γιώργο και την παρέα του στο καφενείο να δούμε τι θα πουν κι εκείνοι.
(πηγαίνουν στο καφενείο)
Έ μπαρμπούλη, για ελάτε που έχουμε κάτι μυστικό να σας πούμε. Για ελάτε να μαζευτούμε εδώ σύμπας ο λαός.

ΜΠΑΡΜΠΑ - ΓΙΩΡΓΟΣ : Τι είναι βρε ζαγάρ'. Τι θέλς ;

ΝΙΟΝΙΟΣ : Γειά σου ψυχούλα μου Καραγκιόζο !

ΣΤΑΥΡΑΚΑΣ : Γειά και χαρά σας μόρτες ! Τι χαμπαράκια ;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Αυτό το κουτορνίθι νομίζει πως θα μας λευτερώσουν οι κουτόφραγκοι !

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ : Έχω το καθήκον να ανακοινώσω παντού ότι ζητείται σωτήρας για να σώσει τους δυστυχείς ραγιάδες από τα βάσανά τους.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Εσύ τι λες μπαρμπούλη ;

ΜΠΑΡΜΠΑ - ΓΙΩΡΓΟΣ : Ιγώ νουμίζω ότι...

ΝΙΟΝΙΟΣ : ( διακόπτει και ο Μπαρμπα- Γιώργος δυσανασχετεί) Γιατί να ψάχνουμε για σωτήρες στη Ρουσία, στην Αλεμάνια και στην Ιγγλετέρα ; Γιατί τζογούλες να μην ξεσηκωθεί μονάχο του το δικό μας πόπολο δια την ελευθερία μας ; Όπου ομιλούμε όλοι την ίδια λίνγκουα και έχουμε την ίδια μανταλιτά ; Κι έτσι οπούμαστε όλοι ενωμένοι ποιός στρανιέρος ή ντόπιος θα τολμήσει να πάει κόντρα στη βολοντά του λαού ;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Εσύ τι λες μπαρμπούλη ;

ΜΠΑΡΜΠΑ - ΓΙΩΡΓΟΣ : Ιγώ νουμίζω...

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ : ( διακόπτει και ο Μπαρμπα- Γιώργος δυσανασχετεί) Μα σιορ Διονύσιε ξεχνάς τι παραγγελίες μας δώσανε ; Ότι όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις θα μας κατατρέξουν αν ξεσηκωθούμε μόνοι μας και κάνουμε του κεφαλιού μας. Πως θα τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας, ξυπόλητοι και αβοήθητοι απέναντι σε ολόκληρη Αυτοκρατορία ;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Εσύ τι λες μπαρμπούλη ;

ΜΠΑΡΜΠΑ - ΓΙΩΡΓΟΣ : Ιγώ...

ΝΙΟΝΙΟΣ : ( διακόπτει και ο Μπαρμπα- Γιώργος δυσανασχετεί ξανά) Μωρέ σιγά τσι παραγγελίες των ! Εγώ τζογούλες μου πιστεύω στην ελευθερίαν και την ποίηση, εγώ είμαι θρεμμένος με Διονυσάκη Σολωμό που τα ήθελε ούλα ελληνικά ! Τσέντο περ τσέντο !

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Εσύ τι λες μπαρμπούλη ;

ΜΠΑΡΜΠΑ - ΓΙΩΡΓΟΣ : Ιγώ...

ΣΤΑΥΡΑΚΑΣ : ( διακόπτει και ο Μπαρμπα- Γιώργος δυσανασχετεί ξανά) Να μου ζήσεις φιόρο του λεβάντε ! Θυμάμαι και τις άλλες φορές ρε μάγκες που μας πιάσανε κορόιδα δήθεν ότι θα μας βοηθήσουνε και στη τελική μας αφήσανε αμανάτι.
Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια. Θα γίνει μεγάλη φασαρία να πούμε. Θα τους κάνουμε με τα κρεμμυδάκια !

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Εσύ τι λες μπαρμπούλη ;

ΜΠΑΡΜΠΑ - ΓΙΩΡΓΟΣ : Τη γλέπετε τη γκλίτσα ; Έτσι και δε μ' αφήκετε να τελειώσω θα σπάσω κεφάλια. Το λοιπόν ! Ποιός από σας ορέ ζαγάρια ξέρει τα κοπάδια καλύτερα από μένα ; Σαν τα κοπάδια τους έχουνε ο Σουλτάνος κι οι κοζταμπάσηδες τους ραγιάδις. Εκείνοι τους βγάνουν για βοσκή, έχουν μαντρόσκυλα γύρω γύρω να τους φυλάνε, να τους φέρνουνε πίσω στη στρούγκα, να τους αρμέγουν, να τους κουρεύουν, να τους πουλούν και να τους αγοράζουν.
Φτάν' πια το λοιπόν. Θα πάρω την αγκλίτσα μ' κι βουρ πάνου με τις κλέφτες και τς' αρματολούς. Όρε μάνα μ' το πήρα απόφαση κι όποιους θέλ' μ' ακλουθεί !

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Μπράβο μπαρμπούλη, ωραία τα είπες. Εσείς οι άλλοι τι λέτε ;

ΣΤΑΥΡΑΚΑΣ : Εγώ θέλω να ξεσηκωθούμε, τελεία και παύλα !

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ : Αχού θα βρούμε το μπελά μας, αχού θα φάμε το κεφάλι μας !
(ο Καραγκιόζης παίρνει μια ελληνική σημαία και την κυματίζει ενθουσιασμένος)

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Εμπρός λοιπόν αδέρφια. Φτάνει πια η σκλαβιά! Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή ! Να βγούμε με το Θοδωράκη τον Κολοκοτρώνη, κλέφτες στα βουνά. Να χτυπήσουμε τον κατακτητή παντού !

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ : Αχού θα βρούμε το μπελά μας...

ΜΠΑΡΜΠΑ - ΓΙΩΡΓΟΣ : Να μου ζήσεις ανιψούδι μ'. Ζήτω η Ελλάς ! Ελευθεριά ή θάνατος !

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ : Αχού θα φάμε το κεφάλι μας...

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Εμπρός το λοιπόν. Αχ ρε Βεληγκέκα να πέσεις στα χέρια μου. Θα βγάλω το σπαθί μου και να, να να, να, να...
(χτυπάει τον αέρα με ένα φανταστικό σπαθί)

(μπαίνει με φασαρία ο Βεληγκέκας και η συνοδεία του, ενώ ο Καραγκιόζης που δεν τους έχει δει συνεχίζει να χτυπάει τον αέρα)

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ : Νάτα, νάτα,
(ο Χατζηαβάτης ζαρώνει σε μια γωνιά)

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Να και σεις πασάδες, γενίτσαροι, Αγαρηνοί, να και συ παλιοσουλτάνε, να, να, να.....

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ : (δυνατά) Πρα - πρα - πρα ορέ ! Δε χαίρεστε να με βλέπετε ορέ γκιαούρ πεζεβέγκια ;

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ : Χαρά μας και δόξα μας κύριε Βεληγκέκα ! Όμως ποιο καλό αεράκι σας έφερε σήμερα εδώ ;

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ : Οι φωνές σας ορέ πεζεβέγκια ! Σηκώσατε μπαϊράκι ορέ ; Εσείς ξυπόλυτοι, εσείς πεινασμένοι, δαρμένοι σκύλοι, γκιαούρηδες, σηκώσατε δικό σας μπαϊράκι ;

(στους στρατιώτες ) Πάρτε τους μέσα ορέ στο Δράκο να τους κάνει λιανά - λιανά κομμάτια !

(οι Τούρκοι στρατιώτες συλλαμβάνουν το μπαρμπα-Γιώργο, το Νιόνιο και το Σταύρακα)

ΤΟΥΡΚΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Μέσα, μέσα ορέ γκιαούρηδες, μέσα να σας τρώει ο Δράκος.

ΣΤΑΥΡΑΚΑΣ : Οχ αδέρφια θα με φάνε λάχανο !

ΝΙΟΝΙΟΣ : Αχού μανούλα μου με χάνεις !

ΜΠΑΡΜΠΑ - ΓΙΩΡΓΟΣ : Ορέ μάναμ'

(ο Βεληγκέκας κυνηγά τον Καραγκιόζη) ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ : Έλα μέσα ...

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Είναι πιο βολικά εδώ

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ : Έλα που σου λέω

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Κάτω τα ξερά σου

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ : Έλα να σε πιάκω ορέ να σε πάω στο Δράκο

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Αμάν ο Κολοκοτρώνης ! (δείχνει στα ψέματα σε μια τυχαία κατεύθυνση)

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ : Όρε μανούλα μου, πάμε χαμένοι !
(Ο Βεληγκέκας σαστίζει, ο Καραγκιόζης το εκμεταλλεύεται και φεύγει τρέχοντας)

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Φεύγω, γειά σας, γειά σας...

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ : Που είναι ορέ το ξυπόλητο γκιαούρ. Άααααχ να σε πιάσω !
(κυνηγιούνται με τον Καραγκιόζη)

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Φεύγω, φεύγω αδέρφια...Φεύγω μα θα ξανάρθω να σας λευτερώσω. Γειά σας... Γειά σας...

ΝΙΟΝΙΟΣ : Τρέξε Καραγκιόζο, τρέξε

ΜΠΑΡΜΠΑ - ΓΙΩΡΓΟΣ : Ροβόλα ανιψούδ' κι μεις σε περιμένουμ'

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ : Άχ μωρέ σεϊτάν γκιαούρ να σε πιάνω να σε κάνω μικρά μικρά κομματάκια να σε ρίχνω στο δράκο !
Εσύ δρόμο ορέ πεζεβέγκη. Όξω από δω, που πάτε μονάχοι σας να σηκώσετε μπαϊράκι.

ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ : Ακούσατε, ακούσατε. Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Δανοί, Γερμανοί, Ισπανοί, Αμερικανοί, ορθόδοξοι, διαμαρτυρόμενοι, καθολικοί...Ζητείται άαααααχ

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ : Έ μα δε τρώγεσαι πια τα ίδια και τα ίδια ! (τον τραβάει και φεύγουν)

5. Το όνειρο του ραγιά (Η αυλαία κλείνει και όταν ανοίγει ξανά σε μια καρέκλα στο κέντρο, κοιμάται ο Ραγιάς. Τον πλησιάζει ένας οπλισμένος φουστανελάς με κόκκινο φέσι και κάτι του λέει στο αυτί. Ο φουστανελάς φεύγει και σε λίγο ο Ραγιάς ξυπνά αλαφιασμένος)

ΡΑΓΙΑΣ : Μωρέ τι όνειρο ήταν ετούτο ; Έ, Μπιρμπίλω, που είσαι ;
(μπαίνει βιαστική η γυναίκα)

ΓΥΝΑΙΚΑ : Τι φωνάζεις Γιώργο, τι έπαθες ; ΡΑΓΙΑΣ : Είδα ένα όνειρο σημαδιακό, ένα φουστανελά ως εκεί απάνω !

ΓΥΝΑΙΚΑ : Χριστός και Παναγιά ! (Κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα στο Ραγιά και σταυροκοπιέται.)

ΡΑΓΙΑΣ : Φόραγε κόκκινη σκούφια.

ΓΥΝΑΙΚΑ : Ξορκισμένος να 'ναι !

ΡΑΓΙΑΣ : Είχε και γιαταγάνι ζωσμένο στη μέση.

ΓΥΝΑΙΚΑ : Ααα, φτου τον τρισκατάρατο ! (φτύνει στον κόρφο της)

ΡΑΓΙΑΣ : Ήτανε λέει ο Καραϊσκάκης.

ΓΥΝΑΙΚΑ : Έπαιζε η κοιλιά σου από βραδύς Καραϊσκάκη, γι' αυτό θα τον είδες στον ύπνο σου.

ΡΑΓΙΑΣ : Μωρέ μίλαγα μαζί του, κουβέντιαζα, πως να στο πω !

ΓΥΝΑΙΚΑ : Θα σου ανέβηκε λέω εγώ η θέρμη στο μυαλό.

ΡΑΓΙΑΣ : Δεν είναι η μέρα μου σήμερα, αύριο θα με πιάσει.

ΓΥΝΑΙΚΑ : Έ, τότε έπαθες βαρυστομαχιά από το πολύ φαϊ.

ΡΑΓΙΑΣ : Ναι από τα φύλλα τα κουκιά που εφάγαμε εψές, με δίχως ψωμί και δίχως λάδι.

ΓΥΝΑΙΚΑ : Δε λες πάλι καλά που τα 'χαμε κι αυτά. Και δε μου λες, τι σου μολόγαγε αυτός ο πρωτοκλέφτης ; Του πες και το τραγούδι του, "Καραϊσκάκη μου αρχηγέ και πρώτε καπετάνιε" ; Είναι το τραγούδι των λιμασμένων σαν κι εμάς.

ΡΑΓΙΑΣ : Πολλά ξέρεις γυναίκα αλλά ο νους σου δε φτάνει σ' αυτά που λέγαμε εγώ με τον Καραϊσκάκη.

ΓΥΝΑΙΚΑ : Τι θα λέγατε ; Άρες, μάρες, κουκουνάρες. Ξέρεις μωρέ τι είναι τα όνειρα ; Ξύλα, κούτσουρα, δαδιά καμένα.

ΡΑΓΙΑΣ : Δε πιστεύεις στα όνειρα εσύ ; ΓΥΝΑΙΚΑ : Πως, όποιος πεινάει ονειρεύεται καρβέλια. Είδες στον ύπνο σου φουστανέλα, ετοιμάσου να πεθάνεις.

ΡΑΓΙΑΣ : Δάγκωσε τη γλώσσα σου μωρή γυναίκα.

ΓΥΝΑΙΚΑ : Έ, αυτό φανερώνει το όνειρο, τώρα άλλο αν δε θες εσύ !

ΡΑΓΙΑΣ : Και τα γόνατά μου κόπηκαν αλλά και δε μ' αρέσει να πεθάνω !

ΓΥΝΑΙΚΑ : Πεθαίνουμε λίγο λίγο, μη στεναχωριέσαι.

ΡΑΓΙΑΣ : Λιώνουμε στα πόδια μας. Δυο οκάδες λαδάκι βγάζει το χωραφάκι μας, τη μιά παίρνουν οι Τούρκοι και την άλλη οι κοτζαμπασήδες.

ΓΥΝΑΙΚΑ : Τι τη θέλουμε τέτοια ζωή ;

ΡΑΓΙΑΣ : Έτσι για να 'μαστε στο μέτρο. Αυτά μου 'λεγε κι ο Καραϊσκάκης.

ΓΥΝΑΙΚΑ : Ααα άσε με το Καραϊσκάκη και την Καραϊσκάκαινα μαζί. (κάνει να φύγει)

ΡΑΓΙΑΣ : Μπιρμπίλω μη φεύγεις, άσε με να σου πω. Ο Καραϊσκάκης μου είπε να μην καθόμαστε με τα χέρια σταυρωμένα.

ΓΥΝΑΙΚΑ : Δε μου λες άντρα, τα 'χασες στα γεράματα ;

ΡΑΓΙΑΣ : Έννοια σου και τα 'χω ακόμα τετρακόσια.

ΓΥΝΑΙΚΑ : Έ, τότε τι κάθεσαι και με ψέλνεις με τον Καραϊσκάκη ;

ΡΑΓΙΑΣ : Είσαι μάνα και συ και πρέπει να ξέρεις.

ΓΥΝΑΙΚΑ : Σαν τι να ξέρω ;

ΡΑΓΙΑΣ : Η σωτηρία μας είναι στο βουνό, στους κλέφτες και τους αρματολούς.

ΓΥΝΑΙΚΑ : Ο Καραϊσκάκης σου το 'πε κι αυτό ;

ΡΑΓΙΑΣ : Αυτός, ναι !

ΓΥΝΑΙΚΑ : Στους κλέφτες !!! Πανάθεμά τους !

ΡΑΓΙΑΣ : Γιατί τους κακομελετάς ; Τι ζημιά πάθαμε απ' αυτούς ;

ΓΥΝΑΙΚΑ : Μου πήραν τη βελόνα και δε μου την έδωκαν πίσω !

ΡΑΓΙΑΣ : Την ήθελαν για να ραφτούν καημένη.

ΓΥΝΑΙΚΑ : Να ραφτούν, μωρέ τι μας λένε...Να καθίσεις στα αυγά σου λέω εγώ πια !

ΡΑΓΙΑΣ : Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μας γυναίκα. Μονάχα το βουνό ! Το καριοφίλι και το γιαταγάνι !
Να μην καθόμαστε με τα χέρια σταυρωμένα !
Έτσι μου είπε κι ο Καραϊσκάκης και με σκούντησε : "ξύπνα ραγιά έεε, ξύπνα ραγιά" !! (Σηκώνεται να φύγει κι η γυναίκα του τον κυνηγάει)

ΓΥΝΑΙΚΑ : Που πας μωρέ Γιώργη, σταμάτα βρε τρελέ !

ΡΑΓΙΑΣ : Ξύπνα ραγιά !
(φεύγουν από τη σκηνή)

Χορός

Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ, του φόβου αισθάνονται (2)
Ζυγόν δουλείας ας έχουσι (2)
Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία (3)

(Ξαναμπαίνει στη σκηνή μόνος του ο Ραγιάς οπλισμένος και αποφασιστικός)

Εγώ ραγιάς δε ματαγίνομαι, Τούρκους δε προσκυνάω.
Δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτζαμπασήδες
Μον' καρτερώ την Άνοιξη, να ρθουν τα χελιδόνια
Να πάρω δίπλα τα βουνά, με τους καπεταναίους.

6. Ο ΣΗΚΩΜΟΣ
(στα μικρόφωνα οι αφηγητές και οι ποιητές και στο φόντο όλος ο χορός)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Τρεις απλοί άνθρωποι, καταλαβαίνουν πως η λευτεριά δε χαρίζεται μα κατακτιέται. Παίρνουν την απόφαση να ετοιμάσουν το Σηκωμό και ιδρύουν στην Οδησσό το 1816 τη Φιλική Εταιρία. Στις 22 Φλεβάρη του 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης περνά στη Μολδοβλαχία. Η επανάσταση άρχισε.

ΧΟΡΟΣ
Ελευθερία ή θάνατος !
Ελευθερία ή θάνατος !
Ελευθερία ή θάνατος !

ΠΟΙΗΤΗΣ (Κάλβος)
Ας μη βρέξει ποτέ το σύννεφον,
και ο άνεμος σκληρός ας μη σκορπίσει
το χώμα το μακάριον που σας σκεπάζει.

Ως γνήσια της Ελλάδος
τέκνα’ ψυχαί που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτόν Ηρώων
καύχημα νέον.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Κι ένας τρελόπαπας, ο Παπαφλέσσας, ξεσηκώνει το Μοριά και σε λίγο βροντάνε τα καριοφίλια της λευτεριάς στην Καλαμάτα, την Τρίπολη και τη Μάνη. Στην Αλαμάνα ξαναζούν οι Θερμοπύλες.

ΧΟΡΟΣ
Το Διάκο τονε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν,
ολόρθο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε. ΔΙΑΚΟΣ
Για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει,
τώρα που ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γη χορτάρι.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ανδρούτσος υψώνει κάστρο λευτεριάς το πλίθινο χάνι της Γραβιάς. Εκατόν τριάντα δύο ανδρειωμένοι κλείνονται σ’ αυτό χορεύοντας και τραγουδώντας σαν να πήγαιναν σε γλέντι.

ΧΟΡΟΣ
Κάτω στου Βάλτου τα χωριά
και στα πέντε βιλαέτια
- βάλτε βρε να πιούμ’ αδέλφια.
Εκεί είν’ οι κλέφτες οι πολλοί
ούλοι ντυμένοι στο φλωρί,
κάθονται και τρων και πίνουν
και την Άρτα φοβερίζουν.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Οι ραγιάδες, με ηγέτη το Γέρο του Μοριά, πολιορκούν την Τριπολιτσά.

ΠΟΙΗΤΗΣ (Σολωμός)
Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Τριπολιτσάς
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίψεις πεθυμάς.

ΧΟΡΟΣ
Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου
να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάνα.
Της Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες
στο Δερβενάκι κοίτονται στο χώμα ξαπλωμένοι.
Στρώμα ‘χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια
και γι’ απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη.
Κι ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε. Πουλί πως πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι ;
- Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης,
και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά στα χέρια.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Την πολυάνθρωπη και κοσμοξάκουστη τότε Χίο, την τυλίγουν οι φλόγες, την πνίγει το αίμα. Κι ένας κατάξερος βράχος καταμεσής στο Αιγαίο υψώνει σύμβολο ελευθερίας.

ΧΟΡΟΣ
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη,
μελετά τα λαμπρά παλικάρια,
και στην κόμη στεφάνη φορεί
γεναμένο από λίγα χορτάρια
που είχαν μείνει στην έρημη γη.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Στο Μεσολόγγι που «είχε για τείχος ένα φράχτη», πολιορκημένο απ’ όλες τις δυνάμεις της Τουρκιάς και της Αιγύπτου γράφεται αθάνατο έπος ηρωισμού και λευτεριάς.

ΠΟΙΗΤΗΣ (Σολωμός)
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε
κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε
Μάγεμα η φύση κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει,
όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Ειν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν
Εκείθε με τους αδερφούς, εδώθε με το Χάρο

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Οι λαοί συγκλονίζονται από τον αγώνα των Ελλήνων. Εκείνοι όμως που τους κυβερνούν, έχουν πυξίδα τους το συμφέρον. Πάνω από την Κρήτη, την Κάσο, τα Ψαρά, το Μεσολόγγι, τη Ρούμελη απλώνεται πια το σάβανο του τυράννου. Μα οι αγωνιστές συνεχίζουν να πολεμάνε ως το θάνατο και πέρα απ’ αυτόν γιατί ξέρουν ότι η λευτεριά κερδίζεται μόνο με θυσίες.

ΠΟΙΗΤΗΣ (Σολωμός)
Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ότι θέλεις ημπορείς,
Εις τον κάμπο Ελευθερία,
ματωμένη περπατείς.

Το σπαθί σου αντισηκώνεις
τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
και εις το τέταρτο κτυπάς.

7. ΟΙ ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΔΕΣ
(Βγαίνουν δυο κοτζαμπάσηδες στη σκηνή. Κρατούν πουγκιά και περπατούν τεμπέλικα)

ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΣ Α’ :
Είμαστε οι Κοτζαμπάσηδες
μας μισούνε οι ραγιάδες
γιατί έχουμε παράδες
και γεννήματα
και σηκώνουν μπαϊράκι
για να βάλουνε χεράκι
στα δικά μας χτήματα

ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΣ Β’ :
Λύνουμε τότε κι εμείς
τα πουγκιά μας παρευθύς
και τους κράζουμε :
Βρε μπουμπούνες, βρε χαχόλια
αγοράζονται τα βόλια
δίχως όβολα ;
Πάρτε άσπρα, πάρτε γρόσα (σκορπίζουν νομίσματα)
ν’ αγοράσετε καμπόσα μπαρουτόβολα !

ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ
Κι έτσι οι αρματολοί κι οι κλέφτες αντί να μας κάνουν φέτες μας κηρύσσουν ευεργέτες.
(Φεύγουν )

8. ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ Α΄
(Εμφανίζονται η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσσία και η Αυστρία. Χορεύουν και τραγουδούν)

ΑΥΣΤΡΙΑ :Τα μάθατε τι γίνηκε κει κάτω στη Γραικία ; Σηκώθηκαν οι Έλληνες, χτυπάνε την Τουρκία.

ΑΓΓΛΙΑ : Και στα παλιά παπούτσια τους γράφουν τη συμμαχία.

ΓΑΛΛΙΑ : (Κοιτώντας καχύποπτα τη Ρωσία)Εμείς έχουμε τη γνώμη πως κάποιος κάτι εδώ σκαρώνει.

ΑΥΣΤΡΙΑ : (Κοιτώντας καχύποπτα τη Ρωσία) Κάτι μου μυρίζει εμένα.

ΑΓΓΛΙΑ : Λες να τα ‘χουν μιλημένα ;Δε σηκώνουμε προστάτες πίσω απ’ τις δικές μας πλάτες.

ΡΩΣΙΑ : Για συγνώμη ρε Αγγλία μ’ είδες να δίνω προστασία ;

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ : Πρέπει ν’ αποφασίσω τι στάση θα τηρήσω.
(μαζεύονται κατά ομάδες, συσκέπτονται)

ΓΑΛΛΙΑ : (μυστικά) Αν οι Άγγλοι επικρατήσουν κι οι Γραικοί τους προτιμήσουν τι θα γίνει ; το Μοριά θα μας τον φάνε και στην Αίγυπτο θα πάνε και στην Παλαιστίνη.

ΑΓΓΛΙΑ : (μυστικά) Τι σκοπούς έχουν οι Ρώσοι κι έχουν σχέδια καταστρώσει στο υπόγειο ; Ν’ αρμενίζουνε μια μέρα με τη ρωσική παντιέρα στη Μεσόγειο.

ΡΩΣΙΑ : Τα καθάρματα οι Εγγλέζοι μυριστήκαν πετιμέζι και γλυκάνισο, θέλουν το Μοριά να φάνε δεν τους φτάνει που κρατάνε την Επτάνησο.

ΑΥΣΤΡΙΑ : (απειλητικά)Διατηρείτε στάτους κβο… άντε για να μη σας πω !
(τραγουδούν)

ΑΓΓΛΙΑ : Αγγλία

ΓΑΛΛΙΑ : Γαλλία

ΑΥΣΤΡΙΑ : Αυστρία

ΡΩΣΙΑ : Ρωσία
(τραγουδούν)

ΑΓΓΛΙΑ : Διπλωματίαααα

ΓΑΛΛΙΑ : Μηχανορραφίαααα

ΑΥΣΤΡΙΑ : Ραδιουργίαααα

ΡΩΣΙΑ : Πανουργίααααα

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ : Ιερά Συμμαχία

Και ...
Είμαστε τέσσερις δυνάμεις
Με καθήκοντα υψηλά
Η Ευρώπη να μην πάθει
από των μικρών τα λάθη
Τρα λα λα λα λα λα λα

ΑΥΣΤΡΙΑ : (πονηρά) Διαθέτουμε και βασιλιάδες ειδικούς για τους ραγιάδες !

(αποχωρούν οι μεγάλες Δυνάμεις και όλος ο χορός, μπαίνει ο Ρωμιός και το Ρωμιάκι)

9. ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ

ΡΩΜΙΟΣ : Τα παλιά βάσανα της Ελλάδας περάσανε. Ήρθε ο Καποδίστριας !

ΡΩΜΙΑΚΙ : Ά ωραία.

ΡΩΜΙΟΣ : Πάει ο Καποδίστριας. Τώρα περιμένουμε τον Όθωνα.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Ά, τον Όθωνα. Ο Όθωνας και η Αμαλία έ.

ΡΩΜΙΟΣ : Όχι η Αμαλία θα έρθει αργότερα, τώρα περιμένουμε τον Όθωνα.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Έτσι μπράβο. Να 'χουμε και μεις ένα δικό μας βασιλιά, να μην περιμένουμε όλο από τους ξένους βασιλιάδες, γιατί όποιος δεν έχει νύχια να ξυστεί... Καλά δε λέω ;

ΡΩΜΙΟΣ : Σοφά. Μόνο που κι αυτόν οι ξένοι μας τον διαλέξανε

ΡΩΜΙΑΚΙ : Έ άστους να διαλέγουν οι ξένοι. Ξέρουν αυτοί. Έχουνε πείρα οι άνθρωποι.

ΡΩΜΙΟΣ : Σωστό. Ακούς τίποτα ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Κάτι ακούω ναι, κάτι ακούω.

ΡΩΜΙΟΣ : Ώ ρε κόσμος που 'ρχεται για την υποδοχή, κοίτα κι είν' όλοι δακρυσμένοι από χαρά

ΡΩΜΙΑΚΙ : Αφού και μένα έτσι μου 'ρχεται ν' αρχίσω να κλαίω απ' τη συγκίνηση.

ΡΩΜΙΟΣ : Πάμε, πάμε.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Πάμε.
v (στη σκηνή βγαίνει ένα ξυπόλητο παιδί – ο Λαός - με το κεφάλι σκυμμένο)

10. Ο ΛΑΟΣ
Είμαι ο λαός.
Αν ήξερα ανάγνωση, γραφή,
αν ήταν το σπαθί δικό μου
δε θα μου τρώγαν το ψωμί
θ’ αρνιόμουν τη κλεψιά για ριζικό μου.
Πονώ για τις μελλούμενες γενιές
τους δουλευτές της φάμπρικας τους χερομάχους
τις πλύστρες, τους χαμάληδες, τους φοιτητές,
τους οικοδόμους, τους ξωμάχους.
Κουράστηκα, δε μου ‘μεινε σταλιά
δύναμη να σηκώσω το κεφάλι
απότυχα και για άλλη μια φορά
με κυβερνούνε άλλοι.

11. ΓΚΙΛΟΤΙΝΑ

ΡΩΜΙΑΚΙ : Εσύ αλλιώς μου τα ‘χες πει.

ΡΩΜΙΟΣ : Αλλιώς ; Πως αλλιώς ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Δε μου πες να μη στενοχωριέμαι γιατί τώρα με τον ερχομό του Όθωνα θα παν όλα ωραία και καλά ; Ψέματα μου τα ‘λεγες ;

ΡΩΜΙΟΣ : Όχι βέβαια. Απλά σου έλεγα ότι πιστεύανε οι Έλληνες εκείνο τον καιρό.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Στο παλάτι όμως χορεύουν ακόμα του καλού καιρού !

ΡΩΜΙΟΣ : Χορεύουν και θα χορεύουν ακόμα για χρόνια πολλά.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Μα…καλά για να χορεύουν ήρθαν στην Ελλάδα ;

ΡΩΜΙΟΣ : Η Ελλάδα είναι ωραία αίθουσα χορού. Αλλά μη νομίζεις ότι δεν κάνουν τίποτα άλλο. Έννοια σου μαγειρεύουν διάφορα. Δεν είδες τους καπετάνιους τι φαρμακωμένοι που φύγανε ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Πως δεν το είδα. Μα γιατί τους πιάσανε έναν – έναν και ρωτούσανε «τι θέλει» ;

ΡΩΜΙΟΣ : Για να τους διαλύσουνε. Έτσι θα τους αφήσουνε όλους μαζί ; Είναι κι αρματωμένοι αυτοί. Έχουν λαό μαζί τους !

ΡΩΜΙΑΚΙ : Ναι, αλλά αυτοί πολεμήσανε, νικήσανε και μας ελευθέρωσαν.

ΡΩΜΙΟΣ : Ε, ωραία, άμα πεθάνουνε, θα τους κάνουμε αγάλματα, ποιήματα, λόγους στεφάνια. Τώρα είναι ζωντανοί ακόμα…

ΡΩΜΙΑΚΙ : Κι επειδή είναι ζωντανοί πρέπει να τους πετάξουμε ;

ΡΩΜΙΟΣ : Βεβαίως διότι τώρα ο πόλεμος τελείωσε. Κάθε φορά που τελειώνει ένας πόλεμος, υπάρχουν κάποιοι που περισσεύουνε ! …Κι όπως είναι φυσικό, οι περισσευούμενοι αυτοί εν καιρώ ειρήνης είναι οι χρειαζούμενοι εν καιρώ πολέμου, κατά την ίδια λογική που οι επιπλέοντες εν καιρώ ειρήνης είναι οι άφαντοι εν καιρώ πολέμου.

ΡΩΜΙΑΚΙ : (Στους θεατές) Να δείτε που τώρα θα τον κολλήσω στον τοίχο…Άκου εδώ κύριε τέτοιε, ξέρεις τι λες αυτή τη στιγμή ; Είναι σα να λες…τι χρονολογία έχουμε τώρα ;

ΡΩΜΙΟΣ : (Βγάζει το ρολόι της τσέπης) Αυτή ακριβώς τη στιγμή έχουμε 1835-1840.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Ωραία, είναι σα να λες ότι ο Κολοκοτρώνης…

ΡΩΜΙΟΣ : Είναι φυλακή, καταδικασμένος σε θάνατο !

ΡΩΜΙΑΚΙ : Ο Κολοκοτρώνης !!! Είναι σα να λες ότι ο Πλαπούτας…

ΡΩΜΙΟΣ : Κι αυτός καταδικασμένος σε θάνατο !

ΡΩΜΙΑΚΙ : Ο Πλαπούτας ! Κι ο Νικηταράς ;

ΡΩΜΙΟΣ : Στη φυλακή κι αυτός. Και το Μακρυγιάννη τον έχουνε στα μαύρα τα τεφτέρια.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Καλά ντε μην αγριεύεις, μια αντιρρησούλα είχαμε, δε χάλασε ο κόσμος !

ΡΩΜΙΟΣ : Τι ξόανο μου φέρανε για βοηθό. Η συνέχεια επί της σκηνής. Τώρα κυρίες και κύριοι, είμαι επιφορτισμένος να σας απασχολήσω περί ολίγα τινά λαιμητόμου ή γκιλοτίνα. Είναι ξέρετε μια εφεύρεση που την εποχή της Γαλλικής επανάστασης γνώρισε μεγάλες δόξες. Έκοψε βασιλιάδες, πρίγκιπες, τσιφλικάδες κι ύστερα από λίγο πολλούς από τους επαναστάτες που την ανέδειξαν. Τώρα όλοι αυτοί πέθαναν, η γκιλοτίνα όμως έμεινε, τελειοποιήθηκε τεχνικώς και συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην ανθρωπότητα.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Όταν για παράδειγμα τον καιρό του Όθωνα οι παλαιοί πολεμιστές ξεσηκώθηκαν, στη Μάνη, στη Μεσσηνία, στη Ρούμελη, μας προσέφερε προθύμως τις υπηρεσίες της. Πήρε σβάρνα τα χωριά κι έκοβε κεφάλια. Όταν ήμουν μικρό είχα μια απορία. Πως γίνεται ένα εργαλείο που λανσαρίστηκε από τη Γαλλική Επανάσταση να κόβει εν συνεχεία τους επαναστάτες.…Αλλά επειδή πρόκειται για μια παιδική απορία, ας την αφήσουμε να βράζει στην αφέλειά της.

(Ο Ρωμιός και το Ρωμιάκι φεύγουν. Μπαίνουν οι χωρικοί από τη μια πλευρά και από την άλλη δυο στρατιώτες που κρατούν το ομοίωμα μιας γκιλοτίνας. Σε μια γωνιά ο χορός στριμωγμένος, παρακολουθεί με τρόμο.)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ : (μιλάει τρομαγμένος, η φωνή του τρέμει) Εξοχότατοι και εκλαμπρότατοι απεσταλμένοι εξ Αθηνών. Εξ ονόματος των συγχωριανών μου και με αισθήματα βαθυτάτης …χαράς, σας εύχομαι το καλώς ήρθατε. Είναι πτωχά τα λόγια για να εκφράσω την ευγνωμοσύνην μας δια την τιμή οπού μας κάνατε να μας φέρετε κι εδώ την ξακουστή…γκιλοτίνα !
Με τη γκιλοτίνα συγχωριανοί θα έχομε από δω και μπρος …γλυκύτερον θάνατον !

ΧΩΡΙΚΟΣ Α’ : Μας τη στείλανε οι ξένοι φίλοι που μας αγαπούν.

ΧΩΡΙΚΟΣ Β’ : Και δεν παύουνε με κάθε τρόπο να μας βοηθούν.

ΧΩΡΙΚΟΣ Α’ : Μηχανές και εφευρέσεις για συλλήψεις κι εκτελέσεις

ΧΟΡΟΣ : (τραγουδά) Μηχανές και εφευρέσεις για συλλήψεις κι εκτελέσεις (2)

ΧΩΡΙΚΟΣ Α’ : Κάνεις πρώτα το σταυρό σου γονατίζεις στο σκαμνί

ΧΩΡΙΚΟΣ Β’ : Βάζεις δώθε το λαιμό σου λευτερώνουν το σκοινί

ΧΟΡΟΣ : (τραγουδά) Και ως που να πεις τι θέλει, το κεφάλι στο βαρέλι (2)

ΧΩΡΙΚΟΣ Α’ : Κόψανε πολλούς στη Μάνη και στο βάλτου τα χωριά.

ΧΩΡΙΚΟΣ Β’ : Φωνακλάδες καπετάνιους πειναλέα κλεφτουριά

ΧΩΡΙΚΟΣ Α’ : Τώρα τη φτωχή Γρεκία κυβερνάει η Βαυαρία

ΧΟΡΟΣ : (τραγουδά) Τώρα τη φτωχή Γρεκία κυβερνάει η Βαυαρία (2)

ΧΩΡΙΚΟΣ Α’ : Τώρα πάνε για τα’ Ανάπλι και για τη Τριπολιτσά

ΧΩΡΙΚΟΣ Β’ : Όπου βγήκανε οι κλέφτες πολεμούν για λευτεριά

ΧΟΡΟΣ : (τραγουδά) Ζήτω η Ελευθερία – ζήτω η Ελευθεριά ! (2)

(γκιλοτίνα, στρατιώτες, χωρικοί και χορός αποχωρούν)

12. 3η Σεπτεμβρίου

ΡΩΜΙΟΣ : Δε μου λες. Τι είναι η 3η Σεπτεμβρίου ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Σιγά ! Οδός. Την οδός 3η Σεπτεμβρίου δε ξέρουμε ;

ΡΩΜΙΟΣ : Ορίστε ! Γιατί τη λένε 3η Σεπτεμβρίου ; Τι έγινε στις 3 του Σεπτέμβρη ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Γιορτάζει κανένας άγιος ;

ΡΩΜΙΟΣ : Όχι !

ΡΩΜΙΑΚΙ : Καμιά αγία ;

ΡΩΜΙΟΣ : Ούτε !

ΡΩΜΙΑΚΙ : Είναι θρησκευτική εορτή ;

ΡΩΜΙΟΣ : Μωρέ άμα ήτανε θρησκευτική γιορτή θα την ήξερες κι απ' το σχολειό σου κι απ' τη μαμά σου.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Είναι τίποτα σαν εθνική εορτή ;

ΡΩΜΙΟΣ : Όχι σαν !

ΧΟΡΟΣ (τραγουδά)

Φίλοι κι αδέρφια, μανάδες, γέροι και παιδιά,
στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε
ποιοι περπατούν στα σκοτεινά
και σεριανούν μες τα στενά
φίλοι κι αδέρφια, μανάδες, γέροι και παιδιά.

γράφουν σημάδια, μηνύματα στο βασιλιά,
σαν δε φωνάξεις, έβγα να το γράψεις
να μη σ’ ακούσουν τα σκυλιά,
βγάλε φωνή χωρίς μιλιά,
σημάδια και μηνύματα στο βασιλιά

Ήταν στρατιώτες, καπεταναίοι λαϊκοί,
όρκο σταυρώσαν βάλαν στο σπαθί τους,
η λευτεριά να μη χαθεί,
όρκο σταυρώσαν στο σπαθί,
καπεταναίοι στρατιώτες λαϊκοί.

Κι όπου φοβάται, φωνή ν’ ακούει απ’ το λαό,
σ’ έρημο τόπο ζει και βασιλεύει
κάστρο φυλάει ερημικό
έχει το φόβο φυλαχτό
όπου φωνή φοβάται ν΄ ακούει απ’ το λαό.

Γη παιδεμένη, με σίδερο και με φωτιά,
για κοίτα ποιόν σου φέρανε καημένη,
να σ’ αφεντεύει από ψηλά, τα κρίματά σου είναι πολλά,
χτυπούν το σίδερο θεριέψαν τη φωτιά.

Καίει το φιτίλι ξεθηκαρώνουν τα σπαθιά
κάνουν Βουλή Συνταχτική και γράφουν
το θέλημά τους στα χαρτιά
κι η κοσμοθάλασσα πλατιά
κάνουν Βουλή ξεθηκαρώνουν τα σπαθιά.

Τρεις του Σεπτέμβρη, μανάδες, γέροι και παιδιά,
στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε
τι φέρνουνε στο βασιλιά
βαθιά γραμμένο στα χαρτιά
τρεις του Σεπτέμβρη μάνες, γέροι και παιδιά.

13. ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

(Στη σκηνή οι Μεγάλες Δυνάμεις συζητούν, ενώ πίσω τους ο Χορός κινείται με αργές κινήσεις, γράφει συνθήματα και πανό, ετοιμάζει την κινητοποίησή του διεκδικώντας «Σύνταγμα», «Ελευθερία», κλπ.)

ΑΓΓΛΙΑ : Να έχουν Σύνταγμα ή να μην έχουν ;

ΡΩΣΙΑ : Αφού δεν είχαν γιατί να έχουν ;

ΑΥΣΤΡΙΑ : Θα τους παρέσυραν αυτοί που έχουν ! (κοιτάζει απειλητικά προς τη Γαλλία)

ΑΓΓΛΙΑ : Να αρκεστούν εις αυτά που έχουν !

ΓΑΛΛΙΑ : Δεν είναι και ώριμοι για να το έχουν !

ΡΩΣΙΑ : Είναι κι ανώριμοι για να το έχουν.

ΓΑΛΛΙΑ : Για το καλό τους ας μην το έχουν.

ΑΓΓΛΙΑ : Δεν επιτρέπεται να το έχουν.

ΑΥΣΤΡΙΑ : Αποφασίζουμε να μην το έχουν.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ : Να μην το έχουν.

ΑΓΓΛΙΑ : Αγγλία

ΓΑΛΛΙΑ : Γαλλία

ΑΥΣΤΡΙΑ : Αυστρία

ΡΩΣΙΑ : Ρωσία

ΑΓΓΛΙΑ : Κοσμοκρατία

ΓΑΛΛΙΑ : Κεφαλαιοκρατία

ΑΥΣΤΡΙΑ : Τρομοκρατία

ΡΩΣΙΑ : Τσαροκρατία

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ : Ιερά Συμμαχία

Και ... (τραγουδούν και χορεύουν)

Είμαστε τέσσερις δυνάμεις
Με καθήκοντα υψηλά
Η Ευρώπη να μην πάθει
από των μικρών τα λάθη
Τρα λα λα λα λα λα λα

ΑΓΓΛΙΑ : Και αν επιμένουν να το έχουν ;

ΓΑΛΛΙΑ : Και αν το έχουν χωρίς να το έχουν ;

ΑΥΣΤΡΙΑ : Τι εννοείτε έχουν - δεν έχουν ;

ΓΑΛΛΙΑ : Εάν νομίζουν ότι το έχουν και εις την ουσία δεν το έχουν !

ΑΓΓΛΙΑ : Αυτοί θα χαίρουν πως το έχουν και μεις θα ξέρουμε πως δεν το έχουν !

ΡΩΣΙΑ : Έτσι θα έχουν χωρίς να έχουν και δε θα έχουν ενώ θα έχουν.

ΑΥΣΤΡΙΑ :Αποφασίζουμε να έχουν.

ΓΑΛΛΙΑ : Εάν εμποδίσουμε να έχουν υπάρχει κίνδυνος να έχουν.

ΡΩΣΙΑ : Ο μόνος τρόπος να μην έχουν, είναι να αφήσουμε να έχουν.

ΑΓΓΛΙΑ : Παράδειγμα όσα δεν έχουν. Είναι όσα αφήσαμε να έχουν. (αποχωρούν τραγουδώντας)

14. ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ
(Χορός και Μεγάλες Δυνάμεις αποχωρούν, ενώ στη σκηνή μένει ο Κολοκοτρώνης ακίνητος, με το χέρι τεντωμένο σε στάση που θυμίζει το άγαλμα στη Σταδίου. Ακούγεται δυνατή ροκ μουσική, ενώ μπροστά από το άγαλμα περνά το Ρωμιάκι με γουόκμαν χορεύοντας. Όταν αρχίζει ο διάλογος, η μουσική σιγά – σιγά σταματά.)

ΑΓΑΛΜΑ : Ε, εσύ
(Το Ρωμιάκι ψάχνει να βρει ποιος μίλησε)

ΑΓΑΛΜΑ : Έει, εσένα μιλάω !
(Το Ρωμιάκι συνεχίζει να ψάχνει)

ΑΓΑΛΜΑ : Από δω γύρνα
(Το Ρωμιάκι καταλαβαίνει ότι το άγαλμα μιλάει και παγώνει)

ΑΓΑΛΜΑ : Θα μου κάνεις μια χάρη ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Αμ…αμ…η…ο…

ΑΓΑΛΜΑ : Κωφάλαλο είσαι βρε κακόμοιρο

ΡΩΜΙΑΚΙ : Οϊ …αϊ…ημ…

ΑΓΑΛΜΑ : Τότε γιατί δεν αποκρίνεσαι ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Μι…μι…λάς ;

ΑΓΑΛΜΑ : Εγώ μιλώ, εσύ τι έχεις και δε μιλάς ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Μπο-μπο…μπορείς ;

ΑΓΑΛΜΑ : Τώρα μπορώ ! Άλλοτε δεν μπορούσα…

ΡΩΜΙΑΚΙ : Μα…μα…μα…είσαι…

ΑΓΑΛΜΑ : Δίκιο έχεις. Δε μοιάζω και πολύ έτσι που με καταντήσανε αλλά, αν με καλοπροσέξεις εγώ είμαι …ο γερο – Κολοκοτρώνης. Το λοιπόν θα μου κάνεις μια χάρη ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Τι…τι..τι χάρη ;

ΑΓΑΛΜΑ : Θα μου ξύσεις λίγο την πλάτη ; Έχω μια φαγούρα που μ’ έχει αλαλιάσει !…

ΡΩΜΙΑΚΙ : Την πλάτη ;

ΑΓΑΛΜΑ : Ναι μπράβο ! Έτσι που μου ‘βαλε τα χέρια αυτός ο μαγκούφης ούτε να ξυστώ δεν μπορώ…
(Το Ρωμιάκι πάει από πίσω για να του ξύσει την πλάτη)

ΡΩΜΙΑΚΙ : Εδώ ;

ΑΓΑΛΜΑ : Ναι μπράβο….Αααααα…Ααααααα…Αααααααααααα. Την ευχή μου να έχεις.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Φτάνει ;

ΑΓΑΛΜΑ : Άντε ευχαριστώ κι άμα περνάς από δω να με θυμάσαι.
(Το Ρωμιάκι φεύγει έντρομο και πέφτει πάνω στο Ρωμιό που μπαίνει στη σκηνή φουριόζος) ΡΩΜΙΑΚΙ : Έλα γρήγορα (τον τραβάει)

ΡΩΜΙΟΣ : Τι τρέχει ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Μιλάει…

ΡΩΜΙΟΣ : Ποιος μιλάει ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Δε με πιστεύεις ;

ΡΩΜΙΟΣ : Που με πας ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Ο…το…(τον έχει φέρει κοντά στο άγαλμα)…Μιλάει !…

ΡΩΜΙΟΣ : (Ευχαριστημένος) Σοβαρά ; (απλώνει το χέρι ψηλά και κάνει χειραψία με το άγαλμα)
Τα σέβη μου στρατηγέ, τι μου κάνετε ;

ΑΓΑΛΜΑ : Καλώς τον. Εσύ τι μου κάνεις ;

ΡΩΜΙΟΣ : Ας τα λέμε καλά ! Τι νέα έχουμε ;

ΑΓΑΛΜΑ : Εγώ τι νέα να ‘χω. Κάθομαι εδώ και φιλοσοφώ.

ΡΩΜΙΑΚΙ : (Στο Ρωμιό) Σε ξέρει ;

ΡΩΜΙΟΣ : Είναι πολύ ωραία θέση εδώ. Είναι πέρασμα.

ΑΓΑΛΜΑ : Εκείνον τον Καραϊσκάκη τον κάνανε άγαλμα ;

ΡΩΜΙΟΣ : Νομίζω…

ΑΓΑΛΜΑ : Θα τον κάνανε δε μπορεί, όλους θα μας κάνουνε, δε θα τη γλιτώσει κανένας μας.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Τον κάνανε, εγώ το ‘χω δει το άγαλμα.

ΑΓΑΛΜΑ : Εδώ κοντά είναι ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Δε θυμάμαι.

ΑΓΑΛΜΑ : Εσύ μου ‘ξυσες την πλάτη πρωτύτερα ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Να την ξαναξύσω ;

ΑΓΑΛΜΑ : Προς ώρας, μου κάνεις εσύ μια μικρή χάρη ;

ΡΩΜΙΟΣ : Όσες θέλεις.

ΑΓΑΛΜΑ : Να μου κατεβάσεις το χέρι. Έχω πιαστεί έτσι που μου το παλούκωσε αυτός ο κερατάς.

ΡΩΜΙΟΣ : Ευχαρίστως. Μικρή, έλα εδώ. Θα του κατεβάσουμε το χέρι !

ΡΩΜΙΑΚΙ : Κύριε στρατηγέ συμφωνείτε που θέλει να σας κατεβάσει το χέρι ;

ΑΓΑΛΜΑ : Εγώ του το είπα.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Άμα του το είπατε εσείς, εντάξει. Γιατί αυτός, εσείς δεν τον ξέρετε καλά, όλο πρωτοβουλίες είναι. Ώσπου να βρούμε κανένα μπελά.

ΑΓΑΛΜΑ : Βρε Έλληνες, δυο είστε και διαφωνείτε ;

ΡΩΜΙΟΣ : Πιάσε γερά το στρατηγό από τη μέση και βάστα κόντρα.
(Αγκαλιάζει το άγαλμα από τη μέση)

ΡΩΜΙΑΚΙ : Καλά είναι έτσι ;

ΡΩΜΙΟΣ : Ωραία. Στρατηγέ, κατεβάζω.

ΑΓΑΛΜΑ : Δώσε του ! Κι άλλο ! Κι άλλο. Έλα λίγο ακόμα…Δόξα σοι ο Θεός ! (κουνάει ευχαριστημένος το χέρι του για να το ξεμουδιάσει)

ΡΩΜΙΟΣ : Και το άλλο.

ΑΓΑΛΜΑ : Το ζερβό ;

ΡΩΜΙΟΣ : Μια και αρχίσαμε ; Τι ένα, τι δύο !
(Στο Ρωμιάκι) Ξαναπιάσε !

ΑΓΑΛΜΑ : Άντε μπράβο…
Το Ρωμιάκι ξαναπιάνει, ο Ρωμιός ετοιμάζεται να κινήσει το αριστερό χέρι.

ΡΩΜΙΟΣ : Στρατηγέ τραβάω !…

ΑΓΑΛΜΑ : Τράβα και μη σε νοιάζει ! …Πιο δυνατά!…Ακόμα…Ντιπ μου το ξέρανε ο κερατάς!…Τράβα ! …Έτσι μπράβο. Κουνάει ευχαριστημένος και τα δυο του χέρια. Τι ωραία που ‘ναι να έχεις τα χέρια σου λυτά !

ΡΩΜΙΑΚΙ : Αυτός μου είπε ότι σας δικάσανε για προδοσία, αλήθεια είναι ;

ΑΓΑΛΜΑ : Το κρύβουνε ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Όχι, αλλά ως φαίνεται δεν το πολυλένε κιόλας !

ΑΓΑΛΜΑ : Ρεζιλίκια ! Για σκέψου να δεις…Εμένα με 45 χρόνους στον πόλεμο με βγάνουν προδότη. Αλλά τέλος πάντων ειρήνη είχαμε, εχθρούς είχα, εξουσία ήτανε. Το καταλαβαίνω. Αλλά το να μπορεί να δίνει χάρη στους γερόντους Πλαπούτα και Κολοκοτρώνη, ένα σχολιαρούδι που ‘ρθε ψες από τη Μπαυαρία με διαλογή των ξένων (ειρωνικά) «Όθων βασιλεύς των Ελλήνων», αυτό δεν το κατάπια ούτε πεθαμένος…(γελάει) Βρε τι γέλιο κάνω πεθαμένος άνθρωπος, ο Θεός να με συγχωρέσει !…

ΡΩΜΙΟΣ : Κι ύστερα…

ΑΓΑΛΜΑ : Και που λες, ύστερα μου κάνανε κι ένα γλέντι στο παλάτι για να με τιμήσουνε…Με βάνει ο βασιλιάς να καθίσω πλάι του… Σε μια στιγμή, λέει του διερμηνέα να με ρωτήσει :
Ποια τιμή και ανταμοιβή θέλω κι ότι να ‘ναι θα μου τις δώσει.
Τι θέλω ; Πες στα βιολιά να μου παίξουν ένα κλέφτικο.
(Ακούγεται χαμηλόφωνα ένα κλέφτικο τραγούδι)
Άντε πηγαίνετε τώρα γιατί έχω να ετοιμαστώ για αύριο. Αύριο ; Τι θα γίνει αύριο ;…

ΑΓΑΛΜΑ : Αύριο ξημερώνει πάλι 25 του Μάρτη…Θα ‘ρθουνε με στεφάνια και τούμπανα…Εγώ θα ‘μαι εκεί πάνω σαν άγαλμα…Και σαν έρθει η στιγμή να βγει μπροστά ο μαγκούφης που θα βγάλει το λόγο… «Στάσου»…θα του πω!
… «Κάθε χρόνο το λόγο τον εβγάνατε εσείς!…Φέτος θα τον βγάλουμε εμείς…(πάει μπροστά στη σκηνή και απευθύνεται κατευθείαν στο κοινό)
…Για ακούτε βρε τωρινοί Έλληνες. Άμα σας φέρνουνε για παράδειγμα εμάς τους πεθαμένους, μάθετε να ξεχωρίζετε με ποια πονηριά σας το λένε…Κι άμα σας λένε για την ελευθεριά που πολεμήσαμε, να τη βλέπετε πρώτα αν έχει τέσσερα μάτια. Δυο μπροστά για να βλέπει τον κατακτητή και δυο πίσω για να βλέπει εκείνον που θέλει να φύγει ο κατακτητής, για να γίνει αφέντης αυτός.
Προσέχετε Έλληνες, εμείς οι παλιοί όσο ζούσαμε πολλά επικραθήκαμε κι αδικηθήκαμε…Κι αν θέτε στ’ αλήθεια να τιμήσετε εμάς τους παλιούς, μη μας τηράτε πλέον. Κάμετε το δικό σας δρόμο, πάτε μπροστά και αγωνιστείτε! Εμάς το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε και δε μοιάζει με το δικό σας. Μη σας λένε πως εμείς αγράμματοι, μ’ ένα ξεροκόμματο και με την πίστη στο Χριστό κάναμε θαύματα ! …Που ‘σαι ορέ Καραϊσκάκη να τα πεις καλύτερα !
… Εμείς επολεμήσαμε για να ‘χετε εσείς τα γράμματα και το ψωμί που δεν είχαμε και να μη χρειάζεστε θάματα για να ζήσετε μια ζωή ανθρωπινή…Έι Παπαφλέσσα, σήκω κι έλα βοήθα. Αφήστε το δικό μας αγώνα και κοιτάτε το δικό σας. Εμείς τι άλλο να θέμε ;…Που είσαι Καραΐσκο !…Έμπα μπροστά γερό – Πλαπούτα…Άει μπράβο παίξτε μας ένα τσάμικο…
(η μουσική δυναμώνει και ακούγεται η «Ιτιά» ή κάποιο άλλο τσάμικο και τρεις τέσσερις κλέφτες βγαίνουν στη σκηνή και χορεύουν τσάμικο μαζί με τον Κολοκοτρώνη και μετά αποχωρούν από τη σκηνή χορεύοντας. μαζί τους φεύγει κι ο Ρωμιός.)

15. ΕΠΙΝΙΚΙΑ

ΡΩΜΙΑΚΙ : Εκείνο λοιπόν τον καιρό, όπως σε κάθε δύσκολο καιρό, ήταν πολλοί εκείνοι που βγήκαν απ’ το πετσί τους. Άνθρωποι που δεν τους έπιανε το μάτι σου, παίρναν το βουνό μ’ ένα ντουφέκι στο χέρι. Με το τίποτα, ο Γιάννης, ο Τάσος, ο Μανόλης, η Λένω, η Δέσπω, αυτή η σιωπηλή στρατιά, αυτοί οι ωραίοι δικοί μας, σπρώχναν για καλά τον καιρό προς την ελευθερία και την ειρήνη. Για μια ελευθερία που πριν έρθει φαινότανε τόσο πλατιά. Και για μια ειρήνη που ακόμα γι’ αυτήν αγωνιζόμαστε. (μπαίνει ξανά ο Ρωμιός)

ΡΩΜΙΟΣ : Σαν πολύ δεν ωρίμασες μέσα σε μια παράσταση ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Σ’ έχασα !

ΡΩΜΙΟΣ : Έχουμε δουλειές, πρέπει να πηγαίνουμε !

ΡΩΜΙΑΚΙ : Πάρε με μαζί σου…

ΡΩΜΙΟΣ : Πάμε για δύσκολες δουλειές.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Κυρίες και κύριοι, σε δυο λεπτά το έργο μας τελειώνει. Όμως δε θα σας αφήσουμε να φύγετε πικραμένοι, όχι γιατί σας κάνουμε τη χάρη αλλά γιατί έτσι γίνεται πάντα και στη ζωή. Πάει να πει στον τόπο μας, οι ρίζες μας είναι βαθιές, το χώμα δικό μας, κόβω, κόβεις, κόβει, κόβουμε, κόβετε, κόβουν τα κλαριά μας, τον κορμό μας, μα το χώμα ξαναφουσκώνει. Μια πράσινη φωνούλα ξαναβγαίνει και φωνάζει «εδώ είμαι».

ΡΩΜΙΟΣ : Καταπιαστήκαμε με κάτι δύσκολο. Καλέσαμε την τρέλα για βοηθό αλλιώς δεν τα βγάζαμε πέρα. τρέμαμε μ’ αυτό που αγγίζαμε και τρέμουμε ακόμα. Όμως αυτό που θέλαμε ήταν να ‘ρθείτε στην παράστασή μας και να μη φύγετε αδιάφοροι. Να βρείτε ψεγάδια να μας κρίνετε αλλά να μη φύγετε αδιάφοροι. Κι αν σας κακοκαρδίσαμε ή αν σας κάναμε να γελάσετε με πράγματα που δεν έπρεπε, είναι γιατί διαλέξαμε το φαρδύ το δρόμο. Εκεί που η ζωή είναι χύμα. Το αστείο, το σοβαρό, τα όσια και τα ιερά, ο άγιος και ο θεομπαίχτης.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Ο Δράκος είναι εκεί και θα ‘ναι κι αύριο και μεθαύριο. Ξερογλείφεται τον βλέπετε ; Είδε πως σκότωσαν την παρέα του Καραγκιόζη και περιμένει να τους φάει. Όμως δεν θα τους φάει. Κι ούτε τους σκότωσαν.
(σιγά - σιγά και με πολύ αργό ρυθμό ακούγεται μπάσος ήχος τύμπανου)
Αν δεν με πιστεύετε, βάλτε το αυτί σας στο χώμα και ακούστε… (ο ήχος δυναμώνει και ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος)
Η γη μας χτυπάει με ογδόντα σφυγμούς…(ο ήχος δυναμώνει και ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος)
Ωραίους σαν από παλιό τύμπανο…(ο ήχος δυναμώνει και ο ρυθμός γίνεται ακόμα πιο γρήγορος)
Κάτι γίνεται…(ο ήχος δυναμώνει και ο ρυθμός γίνεται ακόμα πιο γρήγορος)
Κάτι γίνεται…(ο ήχος δυναμώνει και ο ρυθμός γίνεται ακόμα πιο γρήγορος)

Το τύμπανο σταματά απότομα και όλος ο θίασος μπαίνει στη σκηνή και τραγουδά

Φίλοι κι αδέρφια, μανάδες, γέροι και παιδιά, στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε ποιοι περπατούν στα σκοτεινά και σεριανούν μες τα στενά φίλοι κι αδέρφια, μανάδες, γέροι και παιδιά.

Ήταν στρατιώτες, καπεταναίοι λαϊκοί, όρκο σταυρώσαν βάλαν στο σπαθί τους, η λευτεριά να μη χαθεί, όρκο σταυρώσαν στο σπαθί, καπεταναίοι στρατιώτες λαϊκοί.

ΤΕΛΟΣ