Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Μιχάλης Γκανάς - Χριστουγεννιάτικη ιστορία


Χριστουγεννιατικη ιστορια

Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει, 
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.
 
Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών, 
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα. 
 
Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί. 
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.
 
Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται. 
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.
 
Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.
 
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα...
 
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
                         στις πλάτες του ν’ αχνίζει.
 
Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
                          πως είναι πεθαμένη.
 
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς, 
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε
                          να παρηγορηθούνε.
(από το Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989) 

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Γιάννης Πατίλης, Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία


Υπαρχω για να ληστευω την ανυπαρξια

Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία.
Από κει κουβαλάω με κόπο
Υπέροχα ποιήματα.
Είναι διάφανα, φωτεινά κι ανέκφραστα.
Αλλά στο δρόμο μου πέφτουνε, σπάνε.
Τα μπαλώνω, τα κολλάω με λέξεις.
Με λέξεις που οι άνθρωποι λένε.
Μ’ αυτά που ξέρω, που βλέπω κι ακούω.
Και τα χαλάω μ’ αυτό που υπάρχει.



Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Οδυσσέας Ελύτης, ο Μικρός Ναυτίλος



Ο Μικρος Ναυτιλος


Ὅτι μπόρεσα ν᾿ ἀποχτήσω μία ζωὴ ἀπὸ πράξεις ὁρατὲς γιὰ ὅλους, ἑπομένως νὰ κερδίσω τὴν ἴδια μου διαφάνεια, τὸ χρωστῶ σ᾿ ἕνα εἶδος εἰδικοῦ θάρρους ποὺ μοῦ ῾δωκεν ἡ Ποίηση: νὰ γίνομαι ἄνεμος γιὰ τὸ χαρταετὸ καὶ χαρταετὸς γιὰ τὸν ἄνεμο, ἀκόμη καὶ ὅταν οὐρανὸς δὲν ὑπάρχει.

Δὲν παίζω μὲ τὰ λόγια. Μιλῶ γιὰ τὴν κίνηση ποὺ ἀνακαλύπτει κανεὶς νὰ σημειώνεται μέσα στὴ «στιγμή» ὅταν καταφέρει νὰ τὴν ἀνοίξει καὶ νὰ τῆς δώσει διάρκεια. Ὁπόταν, πραγματικά, καὶ ἡ Θλίψις γίνεται Χάρις καὶ ἡ Χάρις Ἄγγελος· ἡ Εὐτυχία Μοναχὴ καὶ ἡ Μοναχὴ Εὐτυχία.

μὲ λευκές, μακριὲς πτυχὲς πάνω ἀπὸ τὸ κενὸ ἕνα κενὸ γεμάτο σταγόνες πουλιῶν, αὖρες βασιλικοῦ καὶ συριγμοὺς ὑπόκωφου Παραδείσου.

[Οδυσσέας Ελύτης]



Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Γιώργος Σεφέρης, Fog

Γιώργος Σεφέρης, Fog
Say it with a ukulele

«Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι...»
γρινιάζει κάποιος φωνογράφος∙
πες μου τι να της πω, Χριστέ μου,
τώρα συνήθισα μονάχος.

Με φυσαρμόνικες που σφίγγουν
φτωχοί μη βρέξει και μη στάξει
όλο και κράζουν τους αγγέλους
κι είναι οι αγγέλοι τους μαράζι.

Κι οι αγγέλοι ανοίξαν τα φτερά τους
μα χάμω χνότισαν ομίχλες
δόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναν
τις φτωχιές μας ψυχές σαν τσίχλες.

Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια
–Έτσι ζει;  –Ναι! Τι θες να κάνω∙
τόσοι και τόσοι είναι οι πνιγμένοι
κάτω στης θάλασσας τον πάτο.

Τα δέντρα μοιάζουν με κοράλλια
που κάπου ξέχασαν το χρώμα
τα κάρα μοιάζουν με καράβια
που βούλιαξαν και μείναν μόνα...

«Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι...»
Λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια;
Αγάπη, πού 'ναι η εκκλησιά σου
βαρέθηκα πια τα μετόχια.

Α! να 'ταν η ζωή μας ίσια
πώς θα την παίρναμε κατόπι
μ' αλλιώς η μοίρα το βουλήθη
πρέπει να στρίψεις σε μια κόχη.

Και ποια είναι η κόχη; Ποιος την ξέρει;
Τα φώτα φέγγουνε τα φώτα
άχνα! δε μας μιλούν οι πάχνες
κι έχουμε την ψυχή στα δόντια.

Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;
Η μέρα φόρεσε τη νύχτα
όλα είναι νύχτα, όλα είναι νύχτα
κάτι θα βρούμε ζήτα - ζήτα...

«Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι...»
Βλέπω τα κόκκινά της νύχια
μπρος στη φωτιά πώς θα γυαλίζουν
και τη θυμάμαι με το βήχα.


Λονδίνο, Χριστούγεννα 1924

Απ'τη συλλογή Στροφή (1931)



                           



Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Κ.Π.Καβάφης-Φ.Πεσσόα, Παράλληλη ανάγνωση

Στις 29 Απριλίου 1863, γεννιέται στην Αλεξάνδρεια ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Η πόλη αυτή θα δώσει τροφή και στέγη στο έργο του μεγάλου ποιητή.  Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, στις 13 Ιουνίου 1888 (ανήμερα της γιορτής του Αγίου Αντωνίου -προστάτη της Λισαβόνας-) βλέπει το φως του ήλιου ο Φερνάντο Πεσσόα. Η γενέτειρά του η Λισαβόνα, χάρη σ'αυτόν θα μπει στην παγκόσμια λογοτεχνία και θα γίνει μια πόλη-σύμβολο.
 Οι δύο ποιητές έζησαν σε τόπους διαφορετικούς για 45 χρόνια χωρίς όμως ο ένας να γνωρίσει την ύπαρξη και το έργο του άλλου. Άλλωστε όπως είναι γνωστό ο Καβάφης δε συνήθιζε να προχωρεί σε εκδόσεις των έργων του αλλά να τυπώνει μικρά φυλλάδια και να τα διανέμει σε ελάχιστα άτομα. Απ'το 1912 τυπώνει μεμονωμένα φύλλα, που τα συναπαρτίζει κάθε φορά μόνος του (μ'ένα μεταλλικό συνδετήρα) σε συλλογές. Πολλές φορές διορθώνει με το χέρι κάποιο στίχο ή ξανατυπώνει διορθωμένο το ποίημα και αντικαθιστά το παλαιότερο.Αντίστοιχα, πολύ μικρό μέρος του έργου του Πεσσόα είχε δει το φως της δημοσιότητας όσο αυτός ήταν εν ζωή.
 Η εξωτερική εμφάνιση του Πεσσόα είχε πολλές ομοιότητες με εκείνη του Αλεξανδρινού: μέτριο ανάστημα, κοστούμι και γραβάτα, καπέλο και γυαλιά μυωπίας. Έπινε και κάπνιζε πολύ . Επιπλέον, η σεξουαλικότητά του θεωρείται από «λευκή» έως και με τάσεις ομοφυλοφιλίας. Βλέπει τη γυναίκα σαν κάτι άυλο, έξω απ'το χώρο των αισθήσεων και του σώματος.
 Ένα ακόμη στοιχείο που συνδέει άρρηκτα τους δύο ποιητές είναι ο θάνατος, ο θάνατος της πολυμελούς οικογένειας τους. Χάνουν και οι δύο τον πατέρα τους σε πολύ μικρή ηλικία, ακολουθούν διαδοχικά τα εννιά αδέρφια του Καβάφη και τα επτά του Πεσσόα ενώ αποκορύφωμα θεωρείται ο θάνατος της λατρευτής και για τους δυο μητέρας.

 Δε θα μπορούσε κανείς να μην αναφερθεί στην έννοια του κάλλους, στην αγάπη για την αλήθεια και τη μοναξιά, την απουσία του γέλιου, το ρόλο του πεπρωμένου καθώς και στο ενδιαφέρον τους για τον ελληνισμό της αρχαιότητας, θέματα και χαρακτηριστικά τα οποία αποτελούν κοινούς τόπους στην ποίησή τους. Ακόμη οι μάσκες και τα προσωπεία υπήρξαν κυρίαρχη τεχνική στις δημιουργίες τους. Ο Πεσσόα μάλιστα είχε δημιουργήσει 72 ετερώνυμους ή ημιετερώνυμους. Όλοι με το δικό τους ύφος, με τη δική τους βιογραφία, υπογράφουν ποιήματα, άρθρα, αποσπασματικά κείμενα. Ανάμεσά τους, οι πιο ολοκληρωμένοι είναι -μετά τον Καέιρο-, ο Ρικάρντο Ρέις, ο Αλβάρο ντε Κάμπος, ο Αλεξάντερ Σέρτς, ο Μπερνάντο Σοάρες, ο Αντόνιο Μόρα και ασφαλώς ο ίδιος ο Φερνάντο Πεσσόα, ο οποίος αντιμετωπίζεται στα έργα των ετερονύμων ως ένα απλό πρόσωπ αυτής της φανταστικής κοινότητας που ο ίδιος δημιούργησε. Δεν πρόκειται για απλά ψευδώνυμα αλλά για «φανταστικές προσωπικότητες που ενσαρκώνουν το συγγραφέα έξω από τη δική του προσωπικότητα» όπως διατύπωνε ο ίδιος ο Πεσσόα, επισημαίνοντας: «Στο καθένα από αυτά έθεσα μια διαφορετική έννοια της ζωής, όλες όμως αντλούν την ουσία τους από το σπουδαίο μυστήριο της ύπαρξης». 
 Δύο ποιητές που δε ήρθαν σε επαφή, βάδισαν όμως σε παράλληλους δρόμους στο έργο και στη ζωή τους. Δυο φωνές που δε συναντήθηκαν ποτέ, έχουν όμως αισθητές ομοιότητες που προκαλούν εντύπωση, θαυμασμό και απορία....

Τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. 

[Κ.Π.Καβάφης, 1897]


Επιστρέφοντας στη Λισαβόνα

Τίποτα δε με δένει στο τίποτα.
Πενήντα πράγματα θέλω την ίδια στιγμή
Επιθυμώ, με πόθο σάρκας πεινασμένης,
Κάτι που αγνοώ τι είναι...
Το οριστικό στο αόριστο...
Ανήσυχος κοιμάμαι και ζω σ’ ένα όνειρο ανήσυχο,
άνθρωπος που μισοκοιμάται βλέποντας όνειρα μισά.

Μου έκλεισαν όλες τις υποθετικές και αναγκαίες πόρτες
Κουρτίνες τράβηξαν σε όλες τις υποθετικές σκηνές
Που να δω θα μπορούσα στο δρόμο.
Στο στενό που βρέθηκα
Δεν υπήρχε ο αριθμός του σπιτιού που μου έδωσαν.

Ξύπνησα στην ίδια ζωή που αποκοιμήθηκα.
Οι στρατιές των ονείρων μου ξέχασαν την ήττα.
Τα όνειρα μου ένιωσαν ψεύτικα καθώς ονειρευόμουν.
Η ζωή η ίδια, που λίγο την επιθύμησα, με σκοτώνει,
Ακόμα και η ίδια η ζωή...

Καταλαβαίνω σε ασύνδετα διαστήματα
Γράφω στο διάλειμμα της κούρασης
Κι η πλήξη, στης πλήξης μου την παραλία με ξεβράζει.
Δεν ξέρω πιο πεπρωμένο ή ποιο μέλλον κυβερνά
Την ακυβέρνητη αγωνία μου.
Δεν ξέρω ποια νησιά του απίθανου Νότου με κρατούν ναυαγό
Ή ποια δάση φοινίκων λογοτεχνικά
Θα μου δώσουν τουλάχιστον ένα στίχο.
Όχι δεν ξέρω, ούτε αυτό ούτε τίποτα άλλο...
Και στο βάθος του πνεύματός μου ονειρεύομαι το όνειρο που είδα,
Στα τελευταία της ψυχής μου χαρακώματα,
Που αναίτια θυμάμαι
(Και το χθες είναι ομίχλη φυσική από ψεύτικα δάκρυα),
Στους δρόμους και στα μακρινά δάση
Όπου φαντάστηκα την ύπαρξη μου, τρέπονται σε φυγή,
Διαλυμένες, τελευταία υπολείμματα ψευδαισθήσεων.
Οι στρατιές των ονείρων μου, νικημένες,
Χωρίς να δουν το φως της μέρας,
Οι λεγεώνες της χίμαιρας, απ’ το Θεό αφανισμένες.

Πάλι σε ξαναβλέπω
Πόλη των παιδικών μου χρόνων, τρομαχτικά χαμένη...
Πόλη της λύπης, πόλη της χαράς, που πάντα ονειρεύομαι...
Εγώ; Είμαι εγώ αυτός που έζησα εδώ, κι εδώ γύρισα πάλι;
Και γύρισα, και ξαναγύρισα και πάλι ξαναγύρισα;
Ω, όλα τα Εγώ που ήτανε εδώ
Ήτανε μια σειρά λογαριασμών, με κλωστή μνήμης ραμμένη
Μια σειρά από όνειρα δικά μου ή κάποιου άλλου,
Έξω από μένα;

Πάλι σε ξαναβλέπω
Με την καρδιά πιο μακρινή και την ψυχή λιγότερο δικιά μου...

Πάλι σε ξαναβλέπω Λισαβόνα, Τάγε, όλους σας,
Ανώφελος περαστικός για σένα και για μένα,
Ξένος εδώ, όπως παντού
Τυχαίος στη ζωή και στην ψυχή το ίδιο,
Περιπλανώμενο φάντασμα σε σάλες αναμνήσεων,
Με το θόρυβο των ποντικιών, των σανιδιών που τρίζουν,
Στο καταραμένο κάστρο της ζωής που πρέπει να ζήσω...
Πάλι σε ξαναβλέπω,
Ίσκιε που περνάς ανάμεσα και λαμπυρίζει
Μια σπίθα από άγνωστο, νεκρικό φως
Και στη νύχτα προχωράς, όπως τ’ αυλάκι πλοίου που χάνεται
Στο νερό και κανείς πια δεν ακούει...

Πάλι σε ξαναβλέπω,
Όμως, αχ, τον εαυτό μου πια δε βλέπω!
Έσπασε ο μαγικός καθρέφτης που καθρεφτιζόμουν
Και σε κάθε μοιραίο θραύσμα του
Δε βλέπω παρά ένα θραύσμα από μένα
Ένα θραύσμα από σένα κι από μένα!...

[Φερνάντο Πεσσόα, 1926]

Φερνάντο Πεσσόα
















Κωνσταντίνος Καβάφης



Το παραπάνω βίντεο αποτελεί ντοκιμαντέρ του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου με τίτλο: «Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη»
ΥπόθεσηΣτις 21 Οκτωβρίου του 1929, το υπερωκεάνιο Saturnia ξεκινά από την Τεργέστη το ταξίδι του προς την Αμερική, μαζεύοντας μετανάστες από τα λιμάνια της Μεσογείου. Ένας νεαρός Έλληνας που επιβιβάζεται στην Πάτρα θα γίνει μάρτυρας μιας απρόσμενης συνάντησης: μια νύχτα, σ’ αυτό το πλοίο που κουβαλά τα όνειρα του Νέου Κόσμου, θα λάβει χώρα η εξίσου ονειρική αλλά και πραγματική συνάντηση δύο μεγάλων ποιητών του αιώνα που πέρασε: του Φερνάντο Πεσσόα και του Κωνσταντίνου Καβάφη.
*Πρόκληση για τον θεατή είναι να ξεδιαλύνει τα όρια μεταξύ πλασματικού και πραγματικού. Το μόνο βέβαιο είναι πως θα πάρει μια μικρή γεύση απ'το μεγαλείο των έργων των δύο δημιουργών.

Μιχάλης Γκανάς, Προσωπικό


Προσωπικο


Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.

Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο, έχουμε
τη δική μας μοίρα.
Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.
Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε
απ’ το άλφα.
Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.
Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ
να γίνω κάτι απ’ αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.

Απ'τη συλλογή «Γυάλινα Γιάννενα»



                                        

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Κική Δημουλά, Έρανος σκέψεων για την ανέγερση τίτλου υπέρ της αστέγου αυτής ομιλίας

[Ο "Έρανος σκέψεων για την ανέγερση τίτλου υπέρ της αστέγου αυτής ομιλίας" είναι το κείμενο που εκφώνησε η Κική Δημουλά στην Αρχαιολογική Εταιρεία στις 26 Ιανουαρίου 2009.]

Καλησπέρα. Ευχαριστώ θερμά όλους όσοι παρίστασθε, μάλιστα προεξοφλώ ότι η παρουσία σας συνηγορεί υπέρ της φιλοξενίας που μου παρέχει η Αρχαιολογική Εταιρεία. Τόσο τιμητική που αν η «υπεροψία και η μέθη» από την οποία είχε προσβληθεί ο Δαρείος του Καβάφη ήταν μεταδοτική, σίγουρα θα είχα τώρα κι εγώ μολυνθεί. Ήδη έχω κάποια συμπτώματα μέθης μετά τα επαινετικά για μένα λόγια του Γενικού Γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας και Ακαδημαϊκού κ. Βασίλη Πετράκου. Άρχισα να νιώθω σαν ένα σημαντικό θραύσμα της σπουδαίας προγόνου μας αρχαιότητας, το οποίο έφερε στο φως η επιστήμων σκαπάνη και σας το παρουσιάζει.

 Εδώ λιγότερο αστειεύτηκα και πιο πολύ εξοπλίστηκα: με αυτοσαρκασμό.

 Αν ασκηθείς να σε πετυχαίνουν πρώτα τα δικά σου χλευαστικά βέλη, ο πόνος που θα σου προκαλέσουν τα έξωθεν σχεδόν μηδενίζεται.

 Έχω εξακριβώσει με πολλά και εξαντλητικά πειράματα ότι είμαι άνθρωπος των δύο τριών στίχων ή έστω της μισής παραγράφου. Κι όμως βρίσκομαι εδώ ως ομιλήτρια. Αυτό σίγουρα είναι δάκτυλος της γνωστής μικρής πιθανότητας που διαδίδει ότι μπορεί να ανατρέψει το κραταιό απίθανο. Μιλώ για τη θρυλικά μικρή εκείνη πιθανότητα
 που μας πείθει να πάρουμε λαχείο, ότι θα κερδίσουμε, θα πλουτίσουμε και θα μείνει φτωχός ο νόμος των πιθανοτήτων,
 ότι ο άνθρωπος θα αγαπήσει τελικά την εντελώς διαφορετική ζωή του, από αυτήν που ονειρεύτηκε,
 ότι η επιστήμη, όπου να'ναι, θα εφαρμόσει τη θεϊκή ανακάλυψή της για τη θεραπεία της ζωής από την αιώνια νόσο του θανάτου, έστω κι αν έρθει σε ιστορική σύγκρουση με τα μεγάλα συμφέροντα του χώματος,
 ότι ο έχων δύο λόγους να ευτυχεί, θα δώσει σίγουρα τον έναν σ'εκείνον που έχει πολλούς λόγους να δυστυχεί,
 ναι,
 εννοώ αυτήν ακριβώς τη ρομαντική μικρή πιθανότητα που βαθύτερα είναι ο Ιησούς κάθε ασθενικής μας ελπίδας. Απλώς τον αποσιωπούμε για να μη σταυρωθεί.

 Αυτή η ασθενική ελπίδα ίσως με παρέσυρε να ανέβω στην υπερυψωμένη θέση της ομιλήτριας απόψε.

 Απορώ βέβαια πώς δεν παρενέβη να με εμποδίσει η αυτογνωσία. Ενώ αυστηρά την ασκώ. Φαίνεται ότι ο πήχης που βυθίζουμε για να μετρήσουμε την αλήθεια μας δε φτάνει κάτω κάτω, στο βυθό της. Προσκρούει ίσως σε κάποια βραχώδη απαγόρευση που υψώνει η ίδια μας η προνοητική αυτοσυντήρηση . Σα να κινδυνεύει η ισορροπία της αν αποκαλυφθεί ότι το ένα της πόδι πατάει στην αιχμή της βαραθρώδους σαθρότητας του είναι μας και το άλλο στη στέρεη μυστικότητα του αγνώστου.

 Επομένως, η αυτογνωσία είναι μόνο η επόμενη δειλή στάθμη μετά τον πρώτο ρηχό βυθό μας;

 Μπορεί, λοιπόν, για λόγους αυτοσυντήρησης να κρατάει και η ποίηση αδιαφανή την ακραία φύση της, από πού δηλαδή πηγάζει η ευπαθής επιρροή της επάνω μας...
 Κι αυτή η αδιαφάνεια είναι, ίσως, που υφαίνει με νήμα φευγαλέο τη μυθώδη διάσταση της ποίησης. Το μυθώδες δεν είναι γήινο. Το συνέλαβε η υπερβολή μυρίζοντας τον κρίνο της μαγείας. Το δε άρωμα της μαγείας έρχεται θροΐζοντας από χίλια διαφορετικά σημεία έτσι που να μην μπορείς να το εντοπίσεις. Γι'αυτό και δεν εξατμίζεται ποτέ το μυστήριο της ποίησης.

 Από αυτή τη ρέουσα μυστικότητα της ποίησης, εκτινάσσονται και φτάνουν στην αίσθησή μας μόνο λίγα σταγονίδια. Και μας ραντίζουν ευλογητικά, όπως εκείνο το ματσάκι με βασιλικό βουτηγμένο στον αγιασμό, τα Θεοφάνεια. Μια γιορτή που συμπίπτει και με της ποίησης την αφανέρωτη άγια σκοπιμότητα.

 Όταν θέλω να γράψω κάτι και δεν μπορώ να γράψω τίποτα, προσεύχομαι να μου στείλει λίγη δύναμη  από το μέγα παντοδύναμο. Παντοδύναμο είναι αυτό που δεν έχουμε. Κατά μιαν άλλη αίρεση, παντοδύναμες είναι οι αδυναμίες μας.
 Πιστεύω ευλαβικά και στη σκοτεινή αδυναμία μας. Κάτι μου λέει ότι η πίσω πλευρά της είναι μια απρόοπτη σελήνη που φωτίζει αστραπιαία το άλλο περιοδικό ημισφαίριο, εκείνο της δημιουργικής απόγνωσής μας.
 Τώρα που σκέπτομαι, περίεργο, δεν έχω καταλήξει τι είναι πιο χρονοβόρο, να μιλώ σε άνθρωπο ή να αγκαλιάζω αφανέρωτο τον Θεό με την ανημπόρια  μιας προσευχής;

 Όπως και να'ναι, εμμένω στην προσευχή κι ας θεωρείται πως είναι ένα αναχρονιστικό κουτί παραπόνων ξέχειλο, ξεχασμένο, μια εικόνα παραμελημένης, προαποφασισμένα αταχυδρόμητης ανάγκης. Γι'αυτό και εμμένω. Επειδή η εμμονή είναι ένα χρέος απέναντι στον όρκο που δώσαμε στην ελπίδα, ότι δε θα την εγκαταλείψουμε ποτέ, ούτε κι όταν εκείνη μας εγκαταλείψει.

 Εντούτοις, ολωσδιόλου απελπισμένη, μπαλώνοντας και τσοντάροντας διάφορες πολυφορεμένες επινοήσεις, έδωσα σ'αυτή την ομιλία έναν τίτλο εν γνώσει μου ότι δεν παραπέμπει σε πνευματικό άνθρωπο, όπως τουλάχιστον τον θέλει η συνταγή, να είναι ηγέτης της απήχησής του στα προβλήματα της ανθρωπότητας.

 Εγώ απλώς διασωληνώνω. Γιατί όσο εντατική κι αν είναι η ματαιοπονία, μόνη της δε τα βγάζει πέρα, χρειάζεται επιβλέποντες.

 Αν ο επίμαχος τίτλος μιμείται κάπως το χρησμό: ήξεις αφήξεις ουκ... είναι γιατί όταν μου ζητήθηκε, για διαδικαστικούς λόγους το θέμα της ομιλίας ήταν ακόμα στο στάδιο του πανικού.
 Κι αλήθεια, πανικό μου προκαλούσε η σκέψη ότι θα είχα, με μόνο εφόδιο τη δυστοκία μου, να εκστρατεύσω εναντίον είκοσι τουλάχιστον σελίδων, που τα εδάφη τους ήταν ήδη κατεχόμενα από το πολεμοχαρές λευκό κενό. Ότι θα έπρεπε να στρατολογήσω κάπου πέντε χιλιάδες λέξεις. Οι άξιες εθελόντριες λέξεις, λιγοστές πάντα προσέρχονται. Αντίθετα, αφθονούν οι κακοποιημένες από το βιοπορισμό και την τυποποίηση, όπως κι εκείνες που λιποτακτούν στα δύσκολα, και που είναι συνήθως τα κακομαθημένα, απόλεμα, νόθα παιδιά της φαντασίας μας. Ανάμεσα, οι απρόβλεπτες λέξεις, οι φανατισμένες, καμικάζι που ανατινάζουν κάθε τόσο αθώους, άμαχους χειρισμούς του λόγου.

 Ποτέ, σε ποίημα ή προσευχή - το ίδιο κάνει- ούτε σε επιστολή ή σε απώλεια -το ίδιο κάνει- δε βάζω τίτλο.

 Ο τίτλος μου είναι αλυσίδες. Δε με αφήνει να απελευθερωθώ από κει που ξεκίνησα και που όσο συνεχίζω, το βλέπω, άγονη γη πως κατακτώ. Ενώ χωρίς τίτλο, λοξοδρομώ και χαράζοντας επιτόπου ψευτοπεράσματα δοκιμάζω να κατευθύνομαι προς όπου μισοακούγεται θολός ήχος τρεχούμενων νερών. Φτάνοντας, και λάθος να δω ότι έκανα και νερά να μην τρέχουν, ούτε σταγόνα, δεν έχει σημασία. Εγώ πάντως το μικρό σταμνάκι μου πρόφτασα καθ'οδόν να το γεμίσω με τον ήχο της αναβλύζουσας νοερότητας.

 Ίσως πολλοί να εξέλαβαν αυτόν τον βεβιασμένο τίτλο ως τυχοδιώκτη και άλλοι ως επαίτη. Το δεύτερο δεν προσβάλλει. Καθετί σχεδόν που επιχειρούμε την επιτυχία επαιτεί από τη διερχόμενη τύχη. Και η προσευχή αυτό κάνει. Τείνει την άδεια παλάμη της, περιμένοντας να την ελεήσει η πίστη με Θεό.
 Η πιο αλήθεια είναι ότι αυτός ο τίτλος επικράτησε ως ένας έντιμος βιογράφος της απόλυτης αδυναμίας μου να επικεντρωθώ σε ένα μόνο θέμα με στόχο του την εξαντλητική ευθεία, χωρίς πλαγιοδρομήσεις, ανάπτυξή του.
Δεν ξέρω πώς να το εφοδιάζω κάθε τόσο με την κινητήρια εξέλιξη, πώς να ιεραρχήσω τις σημασίες, τι κενό πρέπει να αφήνω μεταξύ της σημασίας και της επιρροής που ασκεί επάνω μας, ώστε να μπορούμε να ανατρέπουμε την ιεράρχηση ανάλογα με τα συμφέροντα των συγκυριών. Ευκολότερα θα κατάφερνα να υφάνω μεταξωτούς ρόλους με νήμα αγκαθιών παρά μια λεία πλοκή με ατσάλινο νήμα συνέπειας, ορθολογισμού.
 Εδώ δεν καταφέρνω, παρά την τόση προϋπηρεσία, να επιβάλω πειθαρχία σε μια χούφτα στίχους, να τους εμφυσήσω πατριωτισμό, ώστε ορμώντας να καταλάβουν το επόμενο εχθρικό ύψωμα.

 Είναι πράγματι θεαματικό το πόσο εύκολα ξεφεύγει η οδήγηση των λέξεων από τα χέρια, πώς ξαφνικά το μπροστινό τζάμι γεμίζει λασπόνερα, από το βιαστικό προσπέρασμα κάποιας όψιμης ίσως ποιήτριας βροχής. Και βρίσκεσαι με τους μπροστινούς τροχούς των στίχων να αιωρούνται στο κενό. Και ό,τι διδάχτηκα απ'αυτό το σύνηθες ατύχημα είναι να μένω έκθαμβη με το πόσο ισορροπημένα και τολμηρά εξωθώ στα άκρα αυτή την αιώρηση, χάρη στους λίγους πόντους προσγείωσης που πέτυχαν οι πίσω τροχοί της στέρεης σκέψης μου.

 Όμως, αυτό είναι μια πείρα χρήσιμη για μικρές αποστάσεις. Δεν επαρκεί για ένα μακρύ τόλμημα όπως αυτό που επιχειρώ απόψε εδώ. Μόνο αν μου δάνειζε ο Ηρακλής κάποιους από τους χειροδύναμους άθλους του, θα μπορούσα να κόβω τα αναφυόμενα συνεχώς κεφάλια της Λερναίας κοινοτοπίας, της υποτονικότητας, των χασμωδιών, να μπορώ να εξοντώσω τις Στυμφαλίδες όρνιθες του πλατειασμού, που με τα χάλκινα ράμφη τους κατασπαράζουν την ακριβολογία, και ποιος τάχα άθλος θα με βοηθούσε να κρατώ τα χαλινάρια του ειρμού, που τόσο εύκολα αφηνιάζει γκρεμίζοντάς σε στο παραλήρημα.

 Πιστεύω ακράδαντα πως όταν ο λόγος οδοιπορεί,ανάλαφρα σοφό είναι, το χιούμορ, κατά διαστήματα, να πηγαίνει καβάλα στην πλάτη της σοβαρότητας. Για να ξεκουράζεται η ίδια από το δικό της βάρος. Θα την πείσω να το δεχτεί; κι αν ακόμα την πείσω, θα καταφέρω να προκύψει πράγματι ξεκούραστος ο λόγος;

 Επιπλέον θα πρέπει να συγκρατώ τη φανατική κριτική που ανεπιφύλακτα σπεύδει να τσαλαπατάει τς φωλιές των καρπερών επαναλήψεων που συναντά στο διάβα της. Πράγματι αφθονούν σε κάποια κείμενα οι επαναλήψεις. Συνήθως, κλωσάνε τα ίδια σχεδόν μπαγιάτικα αυγά τους. Αλλά αν το καλοσκεφτούμε, κι εμείς για να σώσουμε αυτό το ίδιο μπαγιάτικο αγωνιζόμαστε να ζήσουμε τόσο διαφορετικά.
 Τι αξιολάτρευτο εντούτοις που είναι το οξύμωρο σχήμα του αγώνα μας.

 Ο λόγος που θέλω να προστατεύω αυτές τις φωλιές των επαναλήψεων από την απόρριψη δεν είναι γιατί είμαι κι εγώ μια αναπόφευκτη επανάληψή μου, αλλά επειδή τίποτα δεν αποκλείει, μέσα σε κάποια απ'αυτές τις φωλιές, και μέσα στην κεκτημένη θερμοκρασία των επαναλήψεων, να επωάζει τον νωθρό χρόνο της κάποια Σάρα ανανέωση.

 Και πέρα απ'όλα αυτά τα δύσκολα που επωμίζεται κανείς γράφοντας,
να είναι υπεύθυνη και για τη στίξη, αν θα ανταποκριθεί στα τόσα διαφορετικά καθήκοντά της:
 εδώ να λειτουργεί σαν αναψυκτήριο της ανάσας,
 εκεί να τίθεται σα μόνωση. Γιατί δεν είναι σωστό να ακούγεται παραέξω τι λέει μια θερμή εξομολόγηση στον διπλανό της κρύο χειμώνα: Αχ ξερόκλαδό μου, να'ξερες πόσο σ'αγαπώ
 να ελέγχω αν μπήκε η σωστή στίξη, χωρίς κλάψες, στη λέξη: τέλος - τελεία και παύλα «σαν έτοιμη από καιρό σα θαρραλέα» και συγχρόνως να κάνει χρέη κρεμάστρας, για να μη τσαλακώνεται η γλώσσα.

 Η γλώσσα: αυτή η Σταχτομπούτα της έκφρασης. Τι ωραίο παραμύθι. Αλλά όχι και τόσο παραμύθι. Η κακιά μητριά της, η σιωπή, αληθεύει.
 Η γλώσσα, με το εξαίσιο χάρισμα να συλλαμβάνει τι εννοεί η άφωνη αγωνία, απλώς και μόνο διαβάζοντας το ανεπαίσθητο σάλεμα των χειλιών της.

 Η γλώσσα, αυτό το ελιξίριο της νεότητας για τους γερασμένους τρόπους των αναστεναγμών.

 Οι συναρπαστικοί μονόλογοι της γλώσσας. θα διασωθεί άραγε κάτι απ'αυτούς; Λίγα πράγματα. όσα προφταίνει να κρυφακούσει η μνήμη του χαρτιού. Εξυπακούεται ότι το χαρτί είναι ο μονόλογος της μνήμης μας.

 Ολ'αυτά που απαρίθμησα είναι μια συμπαγής ευθύνη πολύ βαριά για να μπορεί να την σηκώσει η διάσπαρτη, ελλιπής κατασκευή μου. Εννοώ πως έχω περίπου τη φτιαξιά ενός εντόμου, ας πω, με εντελώς συμπτωματικό ρόλο και συμπτωματική απόδοση. Δε διαθέτω εκείνο το ρύγχος που άμεσα αντλεί τη γονιμοποιό συνθήκη από την όποια μορφή πηγής.Έτσι, περιορίζομαι να ακολουθώ αρτιμελή  έντομα, μέλισσες, πεταλούδες και άλλα, κρύβομαι πίσω από τις κοιλότητες των ανθέων, πίσω από κει που τα έντομα βυθίζουν το ρύγχος τους, κι εγώ απλώς, κρυφακούοντας τις κραυγούλες της απόλαυσης που βγάζουν κατά την άντληση της γύρης, κλέβω όσο περίσσευμα γονιμοποιού δυνατότητας χύνεται έξω από τους κάλυκες.

 Με κλεμμένο λοιπόν περίσσευμα ξένης απόλαυσης, δε θα ήταν τίμιο να βάλω σε αυτή την ομιλία ως τίτλο:
  Γονιμότητα.
 Κι όμως, να'ξερες πόσο σ'αγαπώ, ξερόκλαδό μου...

 Έτσι, κατέφυγα στον έρανο σκέψεων. Οι λιγοστές που απέφερε, το έβλεπες ότι προέρχονταν από την εργατική τάξη των εμπνεύσεων κι από το υστέρημα των βασάνων της.
 Και πήρα για ξεκίνημα αυτής της ομιλίας μερικές ευαισθησίες, ταλαιπωρημένες από τα ταξίδια τους σε μακρινά ενδεχόμενα και κοντινές επαληθεύσεις. Τις βρήκα σ'ένα ημερολόγιο που κρατούσε ο φόβος, γραμμένες ανάκατα, έξω από την αράδα τους πεσμένες, άλλη μπρούμυτα, άλλη ανάσκελα, σα να τις έγραφε το χέρι μιας μεγάλης φουρτούνας. Τις συμπάθησα, καθώς η διαλυτή, σκόρπια υφή τους συνέπιπτε με την έμμονη ιδέα μου ότι ο κόσμος είναι σκόρπιες σελίδες ενός παμπάλαιου εγχειριδίου,  όσες απέμειναν μετά από την αποκρυπτογράφησή  τους, κατά μια εκδοχή την ανέλαβαν οι αρχέγονοι διασκορπιστικοί άνεμοι και τα καταποντιστικά ύδατα.
 Από το εγχειρίδιο αυτό, οι σελίδες που έδιναν οδηγίες αντοχής, ως το μόνο σωστικό μέσον του ανθρώπου και της γαλήνης του, πνίγηκαν. Από έναν οργισμένο κατακλυσμό, με στόχο του να αφανίσει την αιματηρή διαμάχη μεταξύ της εξήγησης του ανεξηγήτου. Αντ 'αυτού την αθώωσε και την καθιέρωσε.

 Και είναι σημαδιακό πως ούτε στην πρωτότυπη Κιβωτό του Νώε μπόρεσαν να χωρέσουν και να σωθούν αυτές οι σελίδες ούτε στις χιλιάδες απομιμήσεις της μετά, όπως είναι τα όνειρα, οι προγραμματισμοί, η πίστη, ο έρωτας, η τέχνη.

 Ενώ, αντίθετα, για τις σελίδες εκείνες που καθόριζαν με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες πώς εξαφανίζεται κομματιαστά η διαμιάς ο άνθρωπος, ο Νώε πρόσθεσε έκτακτα βαγόνια στην Κιβωτό του και όχι μόνο χώρεσαν αλλά ζευγάρωσαν οι εξαφανίσεις μας, αυξήθηκαν και διαιωνίσθηκαν.

 Κατάλαβες τώρα για πότε μιλώ. Για τότε, όταν μου απάντησες ότι η Κιβωτός σου ήταν γεμάτη και δε χώραγε η δική μου σωτηρία.Ενώ,απ'την πίσω πόρτα, έμπαζες έμπαζες έμπαζες αβέρτα, και σώθηκε όλο εκείνο το σκυλολόι της σκληρότητας.

 Μη μου πεις τώρα, περασμένα ξεχασμένα αυτά, και πού τα ξέθαψα. Ο συνειρμός τα έφερε. Αυτός ο ταχύτατος Ερμής της γλώσσας, ο αγγελιοφόρος των συσχετίσεων, ο ημίθεος της πρωτοβουλίας. Με το που είπα τη λέξη Κιβωτός αμέσως έφερε από τη μακρινή μνήμη τον πνιγμό μου.
 Υπενθυμίζω ότι μνήμη είναι απλώς το φιλολογικό ψευδώνυμο της λήθης.

 Με την ευκαιρία, θέλω να τιμήσω και τη στενή συνεργάτιδα του συνειρμού, την παρομοίωση. Θα πρέπει να ακούστηκε, όση ώρα μιλώ, πόσες φορές με εξυπηρέτησε ο σύνδεσμος σαν: σαν Κιβωτός, σαν ψέμα, σα Θεός, σα χθες, σαν αιωνιότητα, σαν παραμύθι. Θεωρώ την παρομοίωση δημιουργό. Χαμηλών βέβαια τόνων, αφού αντιγράφει το πρωτότυπο. Όχι όμως με φωτοτυπικό μηχάνημα αλλά με τη γνήσια μέθοδο της ατελούς ομοιότητας. Αυτές ακριβώς οι ατέλειες της αναπαραγωγής επιβεβαιώνουν ως δημιουργικό το χάρισμα της παρομοίωσης, μια και η τελειότητα έχει υπάρξει μόνο ως ένα επιφώνημα θαυμασμού: τέλειο, τέλειο, μπροστά σε κάτι που, παρά τις εκ Θεού ατέλειές του, μας συνεπαίρνει σα να είναι τέλειο.
 Οι γνήσιοι δημιουργοί δεν εκτιμούν την παρομοίωση. Την αποκαλούν δεκανίκι της άδυτης φαντασίας, τυχοδιώκτρια δεξιοτεχνία, και άλλοι τη συκοφαντούν πως είναι ερωμένη ενός πολύ καυχησιάρη, ξεπεσμένου τρόπου.

 Δε με νοιάζει αν είναι φτηνό το γούστο των συμφερόντων μου. Εγώ τιμώ το σύνδεσμο «σαν» επειδή με συμφέρει να είσαι: σαν υπαρκτός, σαν ψέμα, σα Θεός, σα χθες και σαν επιστροφή του χρόνου που έφυγε.
 Και τι περίεργο, ίχνη του δεν βρέθηκαν πουθενά αλλού, παρά κάτι θολά, επάνω στο πόμολο των δακρύων.

 Να ένας ωραίος τίτλος γι'αυτή την ομιλία:Ίχνη του χρόνου στο πόμολο των δακρύων. Στέγνωσαν;

 Ο χρόνος που φεύγει. Από μιαν άποψη, καλύτερα. Η συντομία του είναι σκαιά: Τα παράπονά σας στη θνητότητα, μας απαντά ο άξεστος. Κι όμως ακόμα σ'αγαπώ, ξερόκλαδό μου.

 Αταίριαστος ο ταχύς χρόνος για τη σκεπτόμενη εσωτερικότητά μας. Της αρμόζει ένας χρόνος που να του αρέσει να πλήττει, να κάθεται δίπλα της χωρίς να μιλά, να την κοιτάζει, να την καθησυχάζει, μη φοβάσαι δε φεύγω, να της λέει.

 Είναι προσβλητικό οι μακρόπνοες ονειροπόλες προθέσεις μας να βρίσκονται στο έλεος ενός ανεγκέφαλου χρόνου, αφού είναι άπειρος, ατελεύτητος όταν δεν υπάρχουμε, και όσο ζούμε, είναι πιο σύντομος κι από τη λέξη: σήμερα. Για να το πω κάπως πιο αισθηματικά, μας τα ταπεινώνει να έρχεται, να στέκει όρθιος, στο πόδι, να μην έχει ούτε καν την ψεύτικη ευγένεια να ενδιαφερθεί, να ρίξει μια ματιά αν έθρεψε η πληγή που μας προκάλεσε η χτεσινή ταχύτατη φυγή του.Τίποτα. Αφήνει την πληγή να χάσκει και φεύγει σαν τρελός. Πάει να κλεφτούνε πάλι με τη στιγμή. Μ'εκείνη τη σφουγγαρίστρα των ρολογιών.

 Η σφουγγαρίστρα των ρολογιών. Να ένας τίτλος κώδων συντόμευσης, για τη μακρηγορία μου.


 Αλήθεια, παραείναι στενός ο μέσα μας χρόνος. η μοναχικότητα πιέζεται. Ίσως ξαφνιάζει αυτό που λέω, επειδή φαντάζεται κανείς τη μοναχικότητα σα μια σκιά ζαρωμένη, που της αρκεί μια μικρή γωνιά χρόνου. Λάθος. Η μοναχικότητα δεν είναι σκιά. Είναι ένα σαρκώδες ογκωδέστατο «θέλω». Αδύνατον να χωρέσει σε αυτό το μωρουδίστικο καρεκλάκι που είναι ο χρόνος.

 Εκεί, στριμωγμένη σε μια γωνιά της μοναχικότητας ζει και η ανάγκη, πότε πότε κάπου να απευθύνεται κανείς προσευχόμενος ή γράφοντας- δε διαφέρει. Τώρα αν ερωτηθώ γιατί μια τόσο μοναχική ανάγκη όπως αυτή της γραφής, που είναι άλλωστε εκ φύσεως στριμωγμένη, χρειάζεται περισσότερο χρόνο, θα πω μετά βεβαιότητας:ποιος ξέρει...Στη συνέχεια, αναδεύοντας με το τυφλό δάχτυλό μου την πηχτή άνοια εικάζω ότι η γραφή, με το που ρίχνει λίγο λάδι στο μολύβι της και με το που ανάβει το φιτίλι της, κάτι φέγγει, γι'αυτό μαζεύει κόσμο απέξω, που σπρώχνει να μπει μέσα να χωρέσει, να πάρει επιτέλους ο καθένας το πιστοποιητικό ύπαρξής του. Καλώς ή κακώς, η γραφή ορίστηκε αρμόδια να εκδίδει πιστοποιητικά εκκρεμούς ύπαρξης, επειδή έχει το χάρισμα να πάσχει.

 Ένα στενό χώρο, όσο δύσκολο κι αν είναι κάπως τον δαμάζεις.
 Περιορίζεις λίγο τις προεκτάσεις των σημασιών, στοιβάζεις τον έναν εαυτό σου πάνω στον άλλο, χρησιμοποιείς αυτόν που είναι πιο άδειος και μεταφέρεται ευκολότερα.
 Ξέρω, έζησες πολύ κοντά και πολύ έντονα με το περιττό και σου στοιχίζει να το στερηθείς, πιο πολύ απ'όσο σου στοιχίζει να στερηθείς το απαραίτητο.

 Ωστόσο, επειδή ούτε όλα να τα έχουμε μπορούμε ούτε όλα να τα χάνουμε, κρατάς ό,τι απαραίτητο δεν αγάπησες, που πιάνει λίγο χώρο, κι όσα περιττά τ'αγάπησες, κατέβασέ τα έξω στο δρόμο, να φεύγουν.
 Έτσι, θα εξοικονομήσεις λίγο χώρο για την προσαρμογή και κάπου εκεί κοντά της θα μπορέσει να στιμώξει και το γραφειάκι του το φως της ημέρας.

 Σ'έναν όμως στενό χρόνο όπως είναι αυτός της συντομίας, όσα σκληρά μέτρα σύντμησης κι αν πάρεις, όση λιτότητα και να επιβάλεις στην αναπνοή σου, χρόνος δεν κερδίζεται εκτός πια αν εφαρμόσεις το έσχατο μέτρο να πάψεις να επιθυμείς.Επειδή η επιθυμία είναι που καταλαμβάνει τον πιο πολύ χώρο μέσα στο χρόνο. Όσο βέβαια εκκρεμεί η εκπλήρωσή της. Μετά την εκπλήρωση, συστέλλεται, γίνεται όσο μια μικρή κορνίζα που χωράει άνετα ακόμα και στο κουκλίστικο ραφάκι της ανάμνησης. Άδεια βέβαια κορνίζα. Η φωτογραφία θα μείνε ακόμα για καιρό στο σκοτεινό θάλαμο των ταριχεύσεων.

 Τις σκέψεις αυτές για τις διαστάσεις του χρόνου τις έχω επαληθεύσει, μετρώντας τις διαστάσεις των δικών μου αναγκών, που είναι πιστεύω όμοιες με αυτές όλου του κόσμου. Και βρήκα ότι σ'αυτόν το χρόνο που μας δόθηκε, χωρά μόνον ως αποχαιρετισμός σου. Κι εκεί στριμωγμένα. Στριμωγμένα αποχαιρετώντας ή γράφοντας - το ίδιο κάνει.

Έτσι κι εγώ. Στριμωγμένη έμενα στην επώδυνη έκπληξη βλέποντας αυτή την ομιλία- ψηφιδωτό που κατάστρωνα, αν και φτιαγμένη από ελαφρότατα κομματάκια φελλού, να βουλιάζει πιο γρήγορα απ'όσο μια βαριά πέτρα δεμένη στο λαιμό του βυθού.

 Μια βαριά πέτρα δεμένη στο λαιμό του βυθού. Ακαριαίος τίτλος. Δεν τον συνιστώ σε κανένα «παραιτούμαι».

 Άραγε γιατί φοβήθηκα να χρησιμοποιήσω τον πιο ανατόμο της αστάθειας τίτλο: Περί ανέμων και υδάτων;

 Δεν εννοώ τους ανέμους εκείνους και τα ύδατα που ψυχαγωγούν την ελαφρότητα, και που ένας Θεός ξέρει ποιες ασήκωτες συνθήκες την έκαναν κι αυτή ν'απαρνηθεί το βάρος της.

 Μιλώ για κείνα τα ήρεμα στοιχεία της φύσης, που χωρίς προειδοποίηση ξαφνικά ορθώνουν αγριεμένο το τρίχωμα των ενστίκτων τους και με τι μανία σπάζουν τον μοναδικό καθρέφτη της ομορφιάς τους, που είναι ο θαυμασμός μας.

 Αναφέρομαι στις μεταπτώσεις των φαινομένων. Στο πώς το αεράκι, την ίδια στιγμή που παίζει με τη σκόνη σου, τη σηκώνει ψηλά στα χέρια του σα να'ναι μωρό και την κάνει να μην κλαίει πια


 ή

 ενώ χτενίζει απαλά με τα δάχτυλά του τις σελίδες, προσπαθώντας να ξεμπερδέψει τα μαλλιά όσων έγραψες. χωρίς να τα ξεριζώσει, πώς ξαφνικά μεταστρέφεται σε ανεμοστρόβιλο, κι αρπάζει τη σκέψη του ψυχισμού σου.

 Είδα μεγαλώνοντας εκείνον τον ευγενή μικροκυματισμό της θάλασσας και το έξοχο λευκό αφρώδες τραγούδι που υφαίνει ο φλοίσβος στον φαφούτη αργαλειό του, αυτόν το φλοίσβο που ακούγοντάς τον οι προσχολικοί μας στίχοι γέμιζαν τα κουβαδάκια τους με τις πρώτες χαμηλές νότες της άμμου, τον είδα να εξαλλάσσεται σε τεράστια ανοιχτά σαγόνια κυμάτων που μας κατάπιναν, λες και δεν υπήρξαμε ποτέ οι χάρτινες βαρκούλες του - οι παιδικές, κι έπαιζε.

 Να όμως, ένα ποίημα του Νερούδα που σα να με επιτιμά ότι όσα καταγγέλλω είναι γιατί μου αρέσουν οι ένοχοι, ότι οι μεταπτώσεις αυτές της φύσης δεν είναι απαραίτητα η προσωπογραφία της ψυχικής αστάθειας όλων μας, όπως θέλω να υπαινίσσομαι.
 Επιτρέψτε μου να διαβάσω μόνο μερικούς στίχους:

Εδώ ζούμε.

Είμαι απ'αυτούς που ζουν
το μισό στη θάλασσα
και πλάι στο δειλινό
πέρα από τούτες τις πέτρες.

Όταν ήρθα εδώ
και είδα το τι γονόταν
αμέσως αποφάσισα.

Η γυμνή μοναξιά τραγούδαγε εκεί,
κι εγώ, χαμένος και αγνός
ενώ ατένιζα κατά τη σιωπή
άνοιξα το στόμα και είπα:
«Ω, μάνα του αφρού
μοναξιά απειροδιάστατη
θα ιδρύσω εδώ την προσωπική μου τέρψη
τον ενικό μου θρήνο».
Από τότε ούτε ένα κύμα
δε με απογοήτεψε ποτέ.

Από την εξαίρετη μετάφραση της Δανάης Στρατηγοπούλου.

 Αλλά δεν καταλαβαίνω διόλου γιατί να με επιτιμά ο Νερούδα.
 Κι εγώ τι διαφορετικό έκανα;
 Κι εγώ τον ενικό μου θρήνο ίδρυσα
 και ούτε μάνα
 με απογοήτεψε ποτέ
 ούτε ένα άγριο κύμα του.

 Άθελά μου τώρα, εξαιτίας ίσως αυτών των θυελλωδών σκέψεων και της τρικυμιώδους αφορμής τους, ανέκυψαν οι πλόες και οι πτήσεις κάποιων δικών μου ποιημάτων. Και ανασύρθηκε εφιαλτική η απορία μου, πώς ποιήματα που γράφτηκαν με μαθηματικά επαληθευμένη ψυχή, άλλα υψώθηκαν μόνον ως το χαμηλόφωνο άνεμο των θυμαριών
κι εκεί έμειναν σκαλωμένα
κι άλλα, φτιαγμένα για ταξιδευτές ωκεανούς
καταποντίστηκαν στην πιο ρηχή
«βοήθεια...βοήθεια» που φωνάζεις.

 Μετρώ αμέτρητα ναυάγια στυπόχαρτου φορτωμένα με τόνους απορροφητικής γραφής.

 Γι'αυτό όταν με ρωτάνε τι είναι η ποίηση, απαντώ με μελαγχολική ειλικρίνεια: δεν ξέρω.
 Αν ήξερα, θα ναυαγούσα;

 Ξέρω όμως να απορώ. Και τούτο έχει μια σχέση με την ποίηση, και με τον τρόπο που αυτή σωστά παρηγορεί. Παρηγορεί με το να αποσπά την προσοχή της λύπης από την προσωπική της αιτία και να την προσηλώνει σε μιαν άλλη συμπαντική λύπη, ήρεμη, καθόλου πιεστική, χωρίς υστερισμούς, ψύχραιμη, ανθεκτική, σχεδόν μειδιώσα. Είναι η λύπη που νιώθει η απορία.

 Η απορία γεννήθηκε λίγο μετά τη χαρούμενη δημιουργία του κόσμου, την ίδια εκείνη σαστισμένη μέρα που η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στην επιφάνεια το κοσμογονικό ανεπίστρεπτο του βίου μας.
 Αυτή την ηρωική απορία, που διήνυσε αβοήθητη το μυστήριο της υπάρξεως μέχρι το τέλος της, την ανακήρυξε άλυτη το άλυτο του θανάτου.

 Με με λες απαισιόδοξη...
 Ποιος απαισιόδοξος νοιάζεται όσο εγώ για τη διατηρητέα φύση των ονείρων. Πιστεύω ότι είναι πλάσματα ενός άγνωστου κόσμου που δεν έζησε ποτέ. Πλάσματα λάθος πληροφορημένα, από ευφάνταστο όνειρό τους, ότι ο δικός μας κόσμος είναι πραγματικός, ζει. Κι έρχονται μες στη νύχτα ψάχνοντας να πραγματοποιηθούν. Όσο μπορώ τα προστατεύω απ'αυτή τη θανατηφόρα επιθυμία, αποκαλύπτοντάς τους ότι αν διαρκώ είναι γιατί πάει πίσω το ρολόγι του ονείρου.

 Είδες τι έπαθες εσύ για να μην είσαι όνειρο...

 Ο Άθως Δημουλάς, σε ένα ποίημα του υμνεί την αξία που έχει αυτή η ασύλληπτη, διαλυτή υφή του ονείρου με την πιο ρητή αφαιρετικότητα. Γράφει:

Και πραγματοποιημένο το όνειρο
όνειρο θέλουμε να μείνει...

Δεν είναι λιγότερη η αγωνία του Σαίξπηρ για τη μοίρα των ονείρων. Αναρωτιέται:


 Μετά τον αιώνα του σώματος, ποιος ύπνος αναλαμβάνει τα όνειρα; (μτφρ Γ. Χειμωνά)

 Γιατί με λες απαισιόδοξη. Ίσα ίσα που, όταν με ρώτησες για εκατοστή φορά τι είναι έρωτας, σου απέκρυψα τις απόψεις των θρήνων περί αυτού του αναθρώσκοντος αισθήματος.
 Σου είπα ότι ο έρωτας είναι η ωραιότερη φωτογραφία που έβγαλε ποτές της η μυθοποίηση
 ότι είναι το πιο παγιδευτικό επιχείρημα που χρησιμοποίησε η φύση γα να μας πείσει να δεχτούμε να υπάρξουμε. Ότι παγιδευτήκαμε τόσο πρόθυμα, δείχνει πως η ζωή η ίδια είναι έρωτας.

 Ο έρωτας. Ο μυστικός δείπνος του καθενός μας.

 Όπως βλέπεις αφήνω να μην πολυδιαφέρει το κεντρί της σφήκας από το κεντρί της μέλισσας. Γιατί λοιπόν με λες απαισιόδοξη. Λίγο ταπεινωμένη, ναι. Διότι, ενώ κατάφερα, με χορηγία πλούσιων σκοταδιών, να στήσω ένα υπερσύγχρονο αστεροσκοπείο, λειτουργεί για να μελετώ τελικά, την περιστροφή μας γύρω από την καθημερινότητα.

 Άκου καθημερινότητα - Θεέ μου, πώς παρασύρθηκα να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη που υποβιβάζει σε πεδιάδα τς πιο ανισοϋψείς διαφορετικές κορυφές των πεπρωμένων μας. Τι εύκολα που εξομοιώνουμε. Κανένα μα κανένα καθημερινό βάσανο του ενός δεν είναι ίδιο με του άλλου, έστω κι αν είναι ολόιδια. Ακόμα και αυτή η κοινή πίκρα που γα να ταυτιστεί απολύτως μαζί μας ονομάστηκε συνάνθρωπος, ακόμα κι αυτή διεκδικεί τη διαφορετικότητά της. προσθέτοντας ένα αδιόρατο, επιπλέον τελικό πρίσμα της λέξης: χαίρε.

 Καθημερινότητα. Τι απαθής λέξη, πιο αμέτοχη κ από τις μέρες στα φύλλα του ημερολογίου.

 Διορθώνω λοιπόν: είμαι ένα αστεροσκοπείο ετούτης της ζωής, όσο είναι ακόμα καθημερινή.

 Με ρωτούν αν πιστεύω στην άλλη, αν θέλω να υπάρχει άλλη ζωή. Πώς να πω ναι, έτσι στα τυφλά, χωρίς να δω ένα προσπέκτους, να συγκρίνω τιμές, αντιπαλότητες, μίση, χωρίς να σταθμίσω πόση ελευθερία φαντασίας μου αναλογεί. Γιατί αν είναι να μην τολμάω να δαγκώσω ένα μήλο, να μου λείπει ο Αδάμ και η περίφημη πλευρά του, τόσο ακριβοπληρωμένη άλλωστε.

 Για να είμαι όμως ευθέως ειλικρινής, απαντώ ότι: άλλη ζωή για μένα σημαίνει μόνο τούτο: παιδί χρονιάρικο να είμαι πάλι, που δεν καλοπερπατάω ακόμα, να τρεκλίζω, να πέφτω κάθε τόσο και να σηκώνομαι γατζωμένο στην ίδια φούστα, αυτής εδώ της ίδιας μητρικής μου ζωής, που γνώρισα.

 Άθεη δεν είμαι, πιστεύω στην άλλη, τη μέσα μας ζωή. Δε νηστεύω βέβαια αυστηρά την ανυπομονησία γιατί ο όφις-χρόνος με παρασύρει. Νηστεύω όμως τον Θεό αφανέρωτο όπως είπα, και ως απόμακρο τον αγαπώ, όπως αγαπώ το κάθε απόμακρον, ως τον μόνον ενσαρκωτή της έννοιας του πλησίον.
 Του παρέχομαι εξαντλητικά, και μόνον έτσι εκ νέου αφθονώ, όπως όταν κλαδεύονται τα εξαντλημένα κλαδιά και κλωνάρια των δέντρων, των φυτών. Ενίοτε δίνει σημεία ζωής η ανταπόκριση του απόμακρου.
 Όπως ετούτο:

«Ένα βράδυ σε μια όχι κοσμική ταβέρνα, μπήκε ένας νεαρός Κινέζος, μετανάστης, με το κινητό εμπόρευμά του έκθετο πάνω σ'ένα ξύλινο τελάρο κρεμασμένο με λουρί από το λαιμό του.
 Γυαλοκοπούσαν ένα σωρό μπιχλιμπίδια εκεί μέσα παράξενα και μη παράξενα. Εμένα μου γυάλισαν κάτι κοκκινόχρωμα ευτελή πουλάκια γύψινα. Το καθένα πατούσε σε έναν πλαστικό κορμό δέντρου, χωρίς ούτε ένα ξερό φύλλο επάνω, που να δείχνει πως υπήρξαν και καλύτερες εποχές.
 Στην άκρη του κορμού, υπήρχε ένα κουμπάκι σαν εξόφθαλμος ρόζος. Το πάταγες και το πουλί κελαηδούσε.
 Πήρα τρία πουλάκια με μια βιασύνη λες και υπήρχε φόβος να πετάξουν και να φύγουν, δε ρώτησα πόσο κάνει το ένα, ούτε διεκδίκησα έκπτωση λόγω της κατανάλωσης.
 Με ρώτησαν ύστερα από τη συντροφιά «καλά ένα, αλλά τρία πουλάκια τι τα ήθελες;»
 Απάντησα: η μια παραίσθηση θα κελαηδάει. Η δεύτερη θα είναι επί ποδός, να αλλάζει αμέσως την μπαταρία μόλις τελειώσει. Και η τρίτη, θα γυρίζει τις σελίδες με τις νότες του κελαηδισμού και θα τις συγκρατεί να μην τις πάρει ο σφοδρός άνεμος της νοερότητας.
 Ανήσυχη πάντως θα τρέχει κάθε τόσο στην πόρτα να δει αν έρχεται η ανθρωπότης. Σε σχηματισμό λέξεων. Ανήσυχη, αν ανάμεσά τους θα είναι προπάντων η καθοριστική λέξη: ακροατήριο.
 Αλίμονο αν δεν έρθει.
 Γι'αυτό το ακροατήριο μαθαίνουμε να ψευτοτραγουδάμε ή να βουβαινόμαστε, βυθιζόμενοι αργά αργά στην άπατη λέξη: βοήθεια...βοήθεια...που να ξελαρυγγιαζόμαστε να ζητάμε.
 Όσο κ αν δεν το ομολογούμε, όλο και πιο φανερό γίνεται ότι όλοι μας, για έναν γοητευμένο, ακούραστο ακροατή του μέσα είναι μας ζούμε, βυθιζόμενοι αργά αργά στην άπατη λέξη: αναμονή.

 Κι όσο λογοδοτούσα, με πλησίασε ένας σερβιτόρος και σκυφτά μου έδωσε ένα πάνινο μεταξωτό σακουλάκι.
 Είναι από κείνον τον αλλοδαπό, μου ψιθύρισε.
 Έβγαλα από μέσα ένα εξαίσιο πουλάκι. Πέρα για πέρα αληθινό. Το'βλεπες από το πώς ανάδευε τα φτεράκια του η αέρινη χειρονομία, όπως αληθινό ήταν και το καταπράσινο φύλλο που υπήρχε σε τούτο τον κορμό. Απόδειξη πόσο ριγηλά το έσειε ο απόμακρος άνεμος της αλληλότητας (αν βέβαια υπάρχει αυτή η λέξη).

 Άθεη δεν είμαι. Ονειρεύομαι τον πλησίον αλλά εμπιστεύομαι τον απόμακρο.
 Όπως και το κάθε απόμακρο. Γι'αυτό και δε φοβήθηκα να ονομάζω το γήρας χόβολη της νεότητας. Μεριμνώντας έτσι, πάνω απ'αυτή τη γκρίζα θερμότητα που βγαίνει μέσα από το μισόκλειστο βλέφαρο της στάχτης, να απλώνει και να χουχουλιάζει τα παγωμένα χεράκια της η έξω γυμνή αλήθεια μας.

 Αν σας κούρασα, αν ζημίωσα το ουσιώδες εκθειάζοντας τα επουσιώδη, κι αν πολλά απ'όσα είπα φορούσαν μια τολμηρή εφηβεία, ε, χρεώστε μισή ντροπή δική μου και μισή σ'εκείνη τη χόβολη της απόμακρης νεότητας που πολύ συχνά ξεχνάει...ξεχνάει, ξεχνάει και φέρεται σα να είναι ακόμα φωτιά - σα φωτιά σ'αγαπώ, ξερόκλαδό μου...

 Κι όπως λέει η Όλια στις Τρεις αδελφές του Άντον Τσέχοφ:
«Αχ, να ξέραμε, τουλάχιστον να ξέραμε...»

Ευχαριστώ.