Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Τα κόκκινα παπούτσια, Κική Δημουλά


Έχουμε πάνω από μία ώρα που δοκιμάζουμε παπούτσια. Άσπρα. Αστραφτερά, χαρωπά, ανθισμένα παπούτσια. Πασχαλιάτικα. Παιδικά. Τέσσερα πόδια γεύονται κατά κόρον το "καινούργιο" και το "αλλιώτικο", δοκιμάζοντας και απορρίπτοντας ό,τι δεν τους αρέσει, με το αιτιολογικό, αυτό με στενεύει... αυτό μου είναι μεγάλο... αυτό μου είναι μεγάλο και με στενεύει. Εγώ και ο υπάλληλος έχουμε κυριολεκτικά γονατίσει μπροστά σ' αυτά τα πόδια, προσπαθώντας να εντοπίσουμε πού κείται το μεγάλο δάχτυλο, πού κείται το ψεύδος.

Κι άξαφνα, μέσα από ένα κουτί, κάνει τη μοιραία εμφάνιση ένα ζευγάρι κόκκινα κοριτσίστικα παπαρουνένια παπούτσια, μ' ένα κόκκινο παιγνιδιάρικο κουμπάκι στο πλάι, αυτό που πιο πολύ έκαμε την καρδιά μου να σπαρταρήσει, να μικρύνει, να γίνει καρδιά παιδική, να ξανααισθανθεί. Ιπποτικά αμέσως φέρεται ο καιρός, παραμερίζει, για να 'ρθει μπροστά μία σκονισμένη ιστορία, παλιά, πάλι με παπούτσια, με τα πρώτα παπούτσια που μ' έκαμαν να κλάψω.

Πάσχα και πάντως μια εποχή που όλα ονομάζονταν "δύσκολα". Τα πράγματα δύσκολα, οι μέρες δύσκολες, η ζωή δύσκολη. Και τότε ακριβώς ήταν που αξίωσα ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια.
— Θα την πάω στο Μοναστηράκι, στον πατριώτη μου το μαστρο-Κούλη... Θα μας φτιάξει κάτι που να 'ναι γερό και συφερτικό, ενέδωσε με τα πολλά ο πατέρας.

Θα κόντευε Μεγάλη Βδομάδα που με πήρε ένα απομεσήμερο να πάμε στο μαστρο-Κούλη. Οι νοικοκυρές ανέμιζαν στα παράθυρα, έπλεναν τζάμια. Καθώς τα 'τριβαν με κομμάτια εφημερίδας, εκείνα έτριζαν, κι άστραφταν σα στα παράθυρα να κρέμονταν κλουβιά με τιτιβίζοντα χελιδόνια, και ήλιοι.

Απερίγραπτο ήταν το πόσο σφιχτά με κρατούσε από το χέρι ο πατέρας μου στις λιγοστές εξόδους μας, στους λιγοστούς περιπάτους μας. Σα να του 'χα ξεφύγει και να 'τρεχε χρόνια να με πιάσει. Και σα να με είχε πιάσει μόλις εκείνη τη στιγμή. Όμως, αυτή τη φορά, ήταν τόσο ευχάριστο αυτό το σφίξιμο. Σαν το εύθυμο εκείνο σφίξιμο που σου κάνουν τα καινούργια παπούτσια την πρώτη μέρα.

Αν με ρωτούσε κανείς πώς πήγαμε στο μαγαζί του μαστρο-Κούλη, από πού περάσαμε, εγώ θα του 'λεγα, περάσαμε... περάσαμε... από κάτι κόκκινα παπούτσια, ύστερα πήραμε ένα μακρύ δρόμο κόκκινα παπούτσια, στρίψαμε μετά από κάτι άλλα κόκκινα παπούτσια, και φτάσαμε! Μα σα βρέθηκα στο μαγαζί του μαστρο-Κούλη ξέβαψε όλο το κόκκινο χρώμα κι όλη η χαρά από το όραμά μου. Από την πόρτα με πήρε μια χοντρή βαριά μυρουδιά πετσιού και προβιάς, έπεσε μέσα της η αναπνοή μου και πνίγηκε. Χάμω, σκουπίδια, σπάγγοι, καρφάκια, ένας λόφος με λογιώ λογιώ κατσούφικα κοψίδια δέρματα. Μια χοντρή βελόνα, σα μεγάλο καρφί, ανεβοκατέβαινε βαριεστημένη και στριγγλή και γάζωνε ένα εφιαλτικό παπούτσι.

Σα δήμιος εμφανίστηκε ο μαστρο-Κούλης, αναμερίζοντας μιαν αυλαία από κρεμάθες χοντροπάπουτσα, αντρικά τα πιο πολλά, τα κορδόνια τους τρεμούλιασαν σα νευρικά μουστάκια, και κάτω από τη χοντρή λαστιχένια τους σόλα σπαρτάραγε το κακόμοιρο το όνειρο μου. Κι αφού είπανε, χρόνια και ζαμάνια, ψυχρά κι ανάποδα, και αφού τώωωρα η Αργυρούλα, μπήκε στο θέμα πια ό πατέρας μου:
— Και τώρα, μαστρο-Κούλη, ας πάμε στο προκείμενο!

Με τούτο το "προκείμενο" πήρα να ελπίζω. Φαντάστηκα πώς το "προκείμενο" μπορεί να 'ταν ένας άλλος δρόμος, ένα άλλο μαγαζί, το «καλό» μαγαζί του μαστρο-Κούλη.
— Από δω η κόρη, συνέχισε ο πατέρας μου, ό,τι θυμάται χαίρεται! Της θυμήθηκαν κόκκινα παπούτσια. Έχεις να μας δώσεις τίποτα κατάλληλο;

Και πριν προφτάσω ν' ακούσω την απάντηση, η πατούσα μου βρέθηκε καθηλωμένη πάνω σ' ένα βρομόχαρτο, κι από πάνω της ολόκληρος ο μαστρο-Κούλης, όλα τα χοντροπάπουτσα, να τη ζουλάνε μη και ξεφύγει. Πιο απειλητικό, το βάρος της λέξης "μπόλικα! μπόλικα", που σφυροκοπούσε ο πατέρας μου. Ένα κουτσομόλυβο σύρθηκε σαν κατσαρίδα γύρω γύρω της ενώ ο πατριώτης έλεγε:
— θα γίνουν αθάνατα!

Ανησύχησα.
— Δε θέλω αθάνατα, κόκκινα θέλω, ψέλλισα.
— Θέλε! αγρίεψε ό μαστρο-Κούλης, κάτι συνεννοήθηκε ιδιαιτέρως με τον πατέρα μου, και φύγαμε.

Ίσως σου κακοφανεί, μαστρο-Κούλη, αν τύχει και διαβάσεις αυτή την ιστορία, αλλά κι εγώ τι σου χρώσταγα να περάσω μια τόσο μαύρη Λαμπρή; Τι παπούτσια ήταν εκείνα που μου 'φτιαξες; Κόκκινα δε σου είπα πως θέλω; Γιατί σώνει και καλά μουσταρδιά; Και γιατί τόσο χοντρό λάστιχο, βρε μαστρο-Κούλη; Τάνκς ήμουνα; Κι όλα αυτά καλά. Αμ' εκείνο το κόκκινο κουμπί, στο Θεό σου, τι το ήθελες και το έμπηξες; Από πού ως πού κόκκινο κουμπί; Α, προτιμούσα να με γελάσεις παρά να με ξεγελάσεις. Έσκασα στο κλάμα.
— Βρε αχάριστο, φώναζε η μάνα μου, κι αν δεν είναι κόκκινο, είναι προς το κόκκινο... Τι παραπάνω θες; Δεν έχει κόκκινα κουμπιά; Άρα κόκκινα είναι.

Αναγκάστηκα να πειστώ. Και τι το περίεργο; Μήπως τώρα που λέμε «αναπνέουμε, άρα ελπίζουμε», το ίδιο δεν είναι; Κι ανήμερα το Πάσχα, στη λειτουργία της Αγάπης, με κρατάει πάλι ο πατέρας μου από το χέρι, κατηφορίζουμε για την εκκλησία. Εγώ με τα κόκκινα κουμπιά μου, αυτός με την κατάνυξη του, Χριστός Ανέστη σιγοψέλνει. Μπορώ να θυμηθώ και το παραμικρό της σκηνής εκείνης, ακόμα και τις στάλες από τα κεριά της Αναστάσεως στα πεζοδρόμια και στα μαρμάρινα σκαλιά, την αυστηρή παλάμη του πατέρα μου που με ζούλαγε ολόκληρη μέσα της, το πρόσεχε μην πέσεις, το δεν καταλαβαίνω γιατί εννοείς να ξεκινάς πάντα με το αριστερό, διόρθωσε το βήμα σου, άλλαξε το βήμα σου. Τα θυμάμαι όλα, και τους μικρούς μου πήδους κάθε τόσο για να βγει το δεξί μπροστά και να πάει το αριστερό πίσω, όλα, ακόμα και το πόσο μου μύρισαν οι πασχαλιές που αγόραζε μια γυναίκα σκυμμένη στο παράθυρο από έναν πλανόδιο ανθοπώλη.
— Άλλαξε το βήμα σου, ξανάπε ο πατέρας μου.

Κι εκείνη τη φορά έγινε το κακό. Πάνω στο πήδημα μπερδεύτηχαν τα πόδια μου, κι είδα το ένα κουμπί να διαγράφει μια κόκκινη τροχιά και να εξαφανίζεται. Τι κλάμα και τι ψάξιμο ήταν εκείνο; Δάκτυλος του Σατανά, δάκτυλος του Σατανά! έτριζε τα δόντια του ο πατέρας μου, καθώς έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα, καθώς με άκουγε να κλαίω «ασεβώς». Δεν είμαστε πια για εκκλησία, «χρειάζεται καρδίαν καθαράν», και πήραμε πάλι τον ανήφορο. Μπρος εκείνος, με τα χέρια διπλωμένα πίσω στη μέση, να λέει, με κόλασες! με κόλασες!, πίσω εγώ, σα μονοσάνταλη, να κλαίω, να κλαίω.

Η μάνα μου, άμα άκουσε τι συνέβη, είπε μόνο:
— Τι λες... Κάτι τρέχει στα γύφτικα.

Μα καθώς με είδε να πετάω τα παπούτσια και να την ακολουθώ ξυπόλυτη και κλαίγοντας, τα έβαλε με τον πατέρα μου:
— Και συ ευλογημένε, πώς στην ευχή έψαξες; Με τα δικά μου τα μάτια; Ολόκληρο κουμπί!

Αλλά εκείνος είχε κιόλας ριχτεί με όλο του το είναι στην κάθαρση. Είχε πάρει μια Σύνοψη κι έψελνε, μουρμουριστά, μασουλιστά, με λοξό κάπως το κεφάλι και το χέρι κοντά στο στόμα, κάπως σα να εξιστορούσε με συντριβή στο αυτί του Κυρίου το πώς τον «κόλασα».
- Θέλω το ολόκληρο κουμπί μου, έλεγα τώρα εγώ μέσα στους οδυρμούς μου.

- Τι λες εκεί... Κάτι τρέχει στα γύφτικα, επανέλαβε η μάνα μου φουρκισμένη.
Και φορώντας μου τα παπούτσια με το ζόρι, με έσπρωξε βίαια στήν ξώπορτα, να πάω να παίξω.

Λίγα βήματα πιο πέρα στεκότανε η φιλενάδα μου η Πόπη. Με κοίταζε. Εγώ κόλλησα στον τοίχο, σήκωσα το 'να μου πόδι, και το 'κρυψα πίσω από το άλλο. Και στεκόμουνα έτσι.

Και τώρα, γονατισμένη ακόμα, λες και προσκυνούσα, αναπολώντας την τούτην την ανάμνηση, προσπαθώ να καταφέρω τη μικρή ν' αγοράσει αυτά τα παπούτσια. Τα κόκκινα.
- Σου είπα, θέλω γόβα άσπρη!
- Μα τα κόκκινα είναι πιο πρακτικά.
- Δεν τα θέλω για πρακτικά, τα θέλω για ευχαριστήσιμα.

Και αποφασίζω. Και τα άσπρα και τα κόκκινα. Προηγουμένως τα εξετάζω προσεχτικά, δοκιμάζω να ιδώ, είναι καλά στερεωμένο το κουμπάκι τους, μην την ξαναπάθω. «Αθάνατα», βεβαιώνει ο υπάλληλος. Και φεύγω, έχοντας επιτέλους αποκτήσει ένα πραγματικό κόκκινο ζευγάρι παπούτσια, πασχαλιάτικο δώρο στα περασμένα μου.

Σ' αυτό τον κεντρικό δρόμο, που φράζεις τη μύτη και το στόμα σου να μη σε πνίξουν τα καυσαέρια, είναι τρέλα να ισχυριστείς ότι μυρίζουν πασχαλιές. Και όμως, εμένα μου μύρισαν.


(Απ'το βιβλίο: Εκτός σχεδίου)


Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Κ.Π. Καβάφης - Δευτέρα Οδύσσεια



   ΔΕΥΤΕΡΑ ΟΔΥΣΣΕΙΑ  
              

              
                        Dante, Ιnferno, Canto ΧΧVΙ
                        Τennyson, «Ulysses»

Οδύσσεια δευτέρα και μεγάλη,
της πρώτης μείζων ίσως. Aλλά φευ
άνευ Ομήρου, άνευ εξαμέτρων.

Ήτο μικρόν το πατρικόν του δώμα,
ήτο μικρόν το πατρικόν του άστυ,
και όλη του η Ιθάκη ήτο μικρά.

Του Τηλεμάχου η στοργή, η πίστις
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
οι παλαιοί του φίλοι, του λαού
του αφοσιωμένου η αγάπη,
η ευτυχής ανάπαυσις του οίκου
εισήλθον ως ακτίνες της χαράς
εις την καρδίαν του θαλασσοπόρου.

Και ως ακτίνες έδυσαν.

                        Η δίψα
εξύπνησεν εντός του της θαλάσσης.
Εμίσει τον αέρα της ξηράς.
Τον ύπνον του ετάραττον την νύκτα
της Εσπερίας τα φαντάσματα.
Η νοσταλγία τον κατέλαβε
των ταξιδίων, και των πρωινών
αφίξεων εις τους λιμένας όπου,
με τί χαράν, πρώτην φοράν εμβαίνεις.

Του Τηλεμάχου την στοργήν, την πίστιν
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
τους παλαιούς του φίλους, του λαού
του αφοσιωμένου την αγάπην,
και την ειρήνην και ανάπαυσιν
του οίκου εβαρύνθη.
                        Κ’ έφυγεν.

Ότε δε της Ιθάκης αι ακταί
ελιποθύμουν βαθμηδόν εμπρός του
κι έπλεε προς δυσμάς πλησίστιος,
προς  Ίβηρας, προς Ηρακλείους στήλας,—
μακράν παντός Aχαϊκού πελάγους,—
ησθάνθη ότι έζη πάλιν, ότι
απέβαλλε τα επαχθή δεσμά
γνωστών πραγμάτων και οικιακών.
Και η τυχοδιώκτις του καρδιά
ηυφραίνετο ψυχρώς, κενή αγάπης.

[Απ'τα Κρυμμένα ποιήματα 1877;-1923]


Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Μιχάλης Γκανάς - Χριστουγεννιάτικη ιστορία


Χριστουγεννιατικη ιστορια

Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει, 
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.
 
Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών, 
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα. 
 
Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί. 
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.
 
Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται. 
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.
 
Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.
 
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα...
 
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
                         στις πλάτες του ν’ αχνίζει.
 
Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
                          πως είναι πεθαμένη.
 
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς, 
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε
                          να παρηγορηθούνε.
(από το Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989) 

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Γιάννης Πατίλης, Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία


Υπαρχω για να ληστευω την ανυπαρξια

Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία.
Από κει κουβαλάω με κόπο
Υπέροχα ποιήματα.
Είναι διάφανα, φωτεινά κι ανέκφραστα.
Αλλά στο δρόμο μου πέφτουνε, σπάνε.
Τα μπαλώνω, τα κολλάω με λέξεις.
Με λέξεις που οι άνθρωποι λένε.
Μ’ αυτά που ξέρω, που βλέπω κι ακούω.
Και τα χαλάω μ’ αυτό που υπάρχει.



Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Οδυσσέας Ελύτης, ο Μικρός Ναυτίλος



Ο Μικρος Ναυτιλος


Ὅτι μπόρεσα ν᾿ ἀποχτήσω μία ζωὴ ἀπὸ πράξεις ὁρατὲς γιὰ ὅλους, ἑπομένως νὰ κερδίσω τὴν ἴδια μου διαφάνεια, τὸ χρωστῶ σ᾿ ἕνα εἶδος εἰδικοῦ θάρρους ποὺ μοῦ ῾δωκεν ἡ Ποίηση: νὰ γίνομαι ἄνεμος γιὰ τὸ χαρταετὸ καὶ χαρταετὸς γιὰ τὸν ἄνεμο, ἀκόμη καὶ ὅταν οὐρανὸς δὲν ὑπάρχει.

Δὲν παίζω μὲ τὰ λόγια. Μιλῶ γιὰ τὴν κίνηση ποὺ ἀνακαλύπτει κανεὶς νὰ σημειώνεται μέσα στὴ «στιγμή» ὅταν καταφέρει νὰ τὴν ἀνοίξει καὶ νὰ τῆς δώσει διάρκεια. Ὁπόταν, πραγματικά, καὶ ἡ Θλίψις γίνεται Χάρις καὶ ἡ Χάρις Ἄγγελος· ἡ Εὐτυχία Μοναχὴ καὶ ἡ Μοναχὴ Εὐτυχία.

μὲ λευκές, μακριὲς πτυχὲς πάνω ἀπὸ τὸ κενὸ ἕνα κενὸ γεμάτο σταγόνες πουλιῶν, αὖρες βασιλικοῦ καὶ συριγμοὺς ὑπόκωφου Παραδείσου.

[Οδυσσέας Ελύτης]



Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Γιώργος Σεφέρης, Fog

Γιώργος Σεφέρης, Fog
Say it with a ukulele

«Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι...»
γρινιάζει κάποιος φωνογράφος∙
πες μου τι να της πω, Χριστέ μου,
τώρα συνήθισα μονάχος.

Με φυσαρμόνικες που σφίγγουν
φτωχοί μη βρέξει και μη στάξει
όλο και κράζουν τους αγγέλους
κι είναι οι αγγέλοι τους μαράζι.

Κι οι αγγέλοι ανοίξαν τα φτερά τους
μα χάμω χνότισαν ομίχλες
δόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναν
τις φτωχιές μας ψυχές σαν τσίχλες.

Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια
–Έτσι ζει;  –Ναι! Τι θες να κάνω∙
τόσοι και τόσοι είναι οι πνιγμένοι
κάτω στης θάλασσας τον πάτο.

Τα δέντρα μοιάζουν με κοράλλια
που κάπου ξέχασαν το χρώμα
τα κάρα μοιάζουν με καράβια
που βούλιαξαν και μείναν μόνα...

«Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι...»
Λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια;
Αγάπη, πού 'ναι η εκκλησιά σου
βαρέθηκα πια τα μετόχια.

Α! να 'ταν η ζωή μας ίσια
πώς θα την παίρναμε κατόπι
μ' αλλιώς η μοίρα το βουλήθη
πρέπει να στρίψεις σε μια κόχη.

Και ποια είναι η κόχη; Ποιος την ξέρει;
Τα φώτα φέγγουνε τα φώτα
άχνα! δε μας μιλούν οι πάχνες
κι έχουμε την ψυχή στα δόντια.

Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;
Η μέρα φόρεσε τη νύχτα
όλα είναι νύχτα, όλα είναι νύχτα
κάτι θα βρούμε ζήτα - ζήτα...

«Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι...»
Βλέπω τα κόκκινά της νύχια
μπρος στη φωτιά πώς θα γυαλίζουν
και τη θυμάμαι με το βήχα.


Λονδίνο, Χριστούγεννα 1924

Απ'τη συλλογή Στροφή (1931)



                           



Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Κ.Π.Καβάφης-Φ.Πεσσόα, Παράλληλη ανάγνωση

Στις 29 Απριλίου 1863, γεννιέται στην Αλεξάνδρεια ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Η πόλη αυτή θα δώσει τροφή και στέγη στο έργο του μεγάλου ποιητή.  Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, στις 13 Ιουνίου 1888 (ανήμερα της γιορτής του Αγίου Αντωνίου -προστάτη της Λισαβόνας-) βλέπει το φως του ήλιου ο Φερνάντο Πεσσόα. Η γενέτειρά του η Λισαβόνα, χάρη σ'αυτόν θα μπει στην παγκόσμια λογοτεχνία και θα γίνει μια πόλη-σύμβολο.
 Οι δύο ποιητές έζησαν σε τόπους διαφορετικούς για 45 χρόνια χωρίς όμως ο ένας να γνωρίσει την ύπαρξη και το έργο του άλλου. Άλλωστε όπως είναι γνωστό ο Καβάφης δε συνήθιζε να προχωρεί σε εκδόσεις των έργων του αλλά να τυπώνει μικρά φυλλάδια και να τα διανέμει σε ελάχιστα άτομα. Απ'το 1912 τυπώνει μεμονωμένα φύλλα, που τα συναπαρτίζει κάθε φορά μόνος του (μ'ένα μεταλλικό συνδετήρα) σε συλλογές. Πολλές φορές διορθώνει με το χέρι κάποιο στίχο ή ξανατυπώνει διορθωμένο το ποίημα και αντικαθιστά το παλαιότερο.Αντίστοιχα, πολύ μικρό μέρος του έργου του Πεσσόα είχε δει το φως της δημοσιότητας όσο αυτός ήταν εν ζωή.
 Η εξωτερική εμφάνιση του Πεσσόα είχε πολλές ομοιότητες με εκείνη του Αλεξανδρινού: μέτριο ανάστημα, κοστούμι και γραβάτα, καπέλο και γυαλιά μυωπίας. Έπινε και κάπνιζε πολύ . Επιπλέον, η σεξουαλικότητά του θεωρείται από «λευκή» έως και με τάσεις ομοφυλοφιλίας. Βλέπει τη γυναίκα σαν κάτι άυλο, έξω απ'το χώρο των αισθήσεων και του σώματος.
 Ένα ακόμη στοιχείο που συνδέει άρρηκτα τους δύο ποιητές είναι ο θάνατος, ο θάνατος της πολυμελούς οικογένειας τους. Χάνουν και οι δύο τον πατέρα τους σε πολύ μικρή ηλικία, ακολουθούν διαδοχικά τα εννιά αδέρφια του Καβάφη και τα επτά του Πεσσόα ενώ αποκορύφωμα θεωρείται ο θάνατος της λατρευτής και για τους δυο μητέρας.

 Δε θα μπορούσε κανείς να μην αναφερθεί στην έννοια του κάλλους, στην αγάπη για την αλήθεια και τη μοναξιά, την απουσία του γέλιου, το ρόλο του πεπρωμένου καθώς και στο ενδιαφέρον τους για τον ελληνισμό της αρχαιότητας, θέματα και χαρακτηριστικά τα οποία αποτελούν κοινούς τόπους στην ποίησή τους. Ακόμη οι μάσκες και τα προσωπεία υπήρξαν κυρίαρχη τεχνική στις δημιουργίες τους. Ο Πεσσόα μάλιστα είχε δημιουργήσει 72 ετερώνυμους ή ημιετερώνυμους. Όλοι με το δικό τους ύφος, με τη δική τους βιογραφία, υπογράφουν ποιήματα, άρθρα, αποσπασματικά κείμενα. Ανάμεσά τους, οι πιο ολοκληρωμένοι είναι -μετά τον Καέιρο-, ο Ρικάρντο Ρέις, ο Αλβάρο ντε Κάμπος, ο Αλεξάντερ Σέρτς, ο Μπερνάντο Σοάρες, ο Αντόνιο Μόρα και ασφαλώς ο ίδιος ο Φερνάντο Πεσσόα, ο οποίος αντιμετωπίζεται στα έργα των ετερονύμων ως ένα απλό πρόσωπ αυτής της φανταστικής κοινότητας που ο ίδιος δημιούργησε. Δεν πρόκειται για απλά ψευδώνυμα αλλά για «φανταστικές προσωπικότητες που ενσαρκώνουν το συγγραφέα έξω από τη δική του προσωπικότητα» όπως διατύπωνε ο ίδιος ο Πεσσόα, επισημαίνοντας: «Στο καθένα από αυτά έθεσα μια διαφορετική έννοια της ζωής, όλες όμως αντλούν την ουσία τους από το σπουδαίο μυστήριο της ύπαρξης». 
 Δύο ποιητές που δε ήρθαν σε επαφή, βάδισαν όμως σε παράλληλους δρόμους στο έργο και στη ζωή τους. Δυο φωνές που δε συναντήθηκαν ποτέ, έχουν όμως αισθητές ομοιότητες που προκαλούν εντύπωση, θαυμασμό και απορία....

Τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. 

[Κ.Π.Καβάφης, 1897]


Επιστρέφοντας στη Λισαβόνα

Τίποτα δε με δένει στο τίποτα.
Πενήντα πράγματα θέλω την ίδια στιγμή
Επιθυμώ, με πόθο σάρκας πεινασμένης,
Κάτι που αγνοώ τι είναι...
Το οριστικό στο αόριστο...
Ανήσυχος κοιμάμαι και ζω σ’ ένα όνειρο ανήσυχο,
άνθρωπος που μισοκοιμάται βλέποντας όνειρα μισά.

Μου έκλεισαν όλες τις υποθετικές και αναγκαίες πόρτες
Κουρτίνες τράβηξαν σε όλες τις υποθετικές σκηνές
Που να δω θα μπορούσα στο δρόμο.
Στο στενό που βρέθηκα
Δεν υπήρχε ο αριθμός του σπιτιού που μου έδωσαν.

Ξύπνησα στην ίδια ζωή που αποκοιμήθηκα.
Οι στρατιές των ονείρων μου ξέχασαν την ήττα.
Τα όνειρα μου ένιωσαν ψεύτικα καθώς ονειρευόμουν.
Η ζωή η ίδια, που λίγο την επιθύμησα, με σκοτώνει,
Ακόμα και η ίδια η ζωή...

Καταλαβαίνω σε ασύνδετα διαστήματα
Γράφω στο διάλειμμα της κούρασης
Κι η πλήξη, στης πλήξης μου την παραλία με ξεβράζει.
Δεν ξέρω πιο πεπρωμένο ή ποιο μέλλον κυβερνά
Την ακυβέρνητη αγωνία μου.
Δεν ξέρω ποια νησιά του απίθανου Νότου με κρατούν ναυαγό
Ή ποια δάση φοινίκων λογοτεχνικά
Θα μου δώσουν τουλάχιστον ένα στίχο.
Όχι δεν ξέρω, ούτε αυτό ούτε τίποτα άλλο...
Και στο βάθος του πνεύματός μου ονειρεύομαι το όνειρο που είδα,
Στα τελευταία της ψυχής μου χαρακώματα,
Που αναίτια θυμάμαι
(Και το χθες είναι ομίχλη φυσική από ψεύτικα δάκρυα),
Στους δρόμους και στα μακρινά δάση
Όπου φαντάστηκα την ύπαρξη μου, τρέπονται σε φυγή,
Διαλυμένες, τελευταία υπολείμματα ψευδαισθήσεων.
Οι στρατιές των ονείρων μου, νικημένες,
Χωρίς να δουν το φως της μέρας,
Οι λεγεώνες της χίμαιρας, απ’ το Θεό αφανισμένες.

Πάλι σε ξαναβλέπω
Πόλη των παιδικών μου χρόνων, τρομαχτικά χαμένη...
Πόλη της λύπης, πόλη της χαράς, που πάντα ονειρεύομαι...
Εγώ; Είμαι εγώ αυτός που έζησα εδώ, κι εδώ γύρισα πάλι;
Και γύρισα, και ξαναγύρισα και πάλι ξαναγύρισα;
Ω, όλα τα Εγώ που ήτανε εδώ
Ήτανε μια σειρά λογαριασμών, με κλωστή μνήμης ραμμένη
Μια σειρά από όνειρα δικά μου ή κάποιου άλλου,
Έξω από μένα;

Πάλι σε ξαναβλέπω
Με την καρδιά πιο μακρινή και την ψυχή λιγότερο δικιά μου...

Πάλι σε ξαναβλέπω Λισαβόνα, Τάγε, όλους σας,
Ανώφελος περαστικός για σένα και για μένα,
Ξένος εδώ, όπως παντού
Τυχαίος στη ζωή και στην ψυχή το ίδιο,
Περιπλανώμενο φάντασμα σε σάλες αναμνήσεων,
Με το θόρυβο των ποντικιών, των σανιδιών που τρίζουν,
Στο καταραμένο κάστρο της ζωής που πρέπει να ζήσω...
Πάλι σε ξαναβλέπω,
Ίσκιε που περνάς ανάμεσα και λαμπυρίζει
Μια σπίθα από άγνωστο, νεκρικό φως
Και στη νύχτα προχωράς, όπως τ’ αυλάκι πλοίου που χάνεται
Στο νερό και κανείς πια δεν ακούει...

Πάλι σε ξαναβλέπω,
Όμως, αχ, τον εαυτό μου πια δε βλέπω!
Έσπασε ο μαγικός καθρέφτης που καθρεφτιζόμουν
Και σε κάθε μοιραίο θραύσμα του
Δε βλέπω παρά ένα θραύσμα από μένα
Ένα θραύσμα από σένα κι από μένα!...

[Φερνάντο Πεσσόα, 1926]

Φερνάντο Πεσσόα
















Κωνσταντίνος Καβάφης



Το παραπάνω βίντεο αποτελεί ντοκιμαντέρ του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου με τίτλο: «Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη»
ΥπόθεσηΣτις 21 Οκτωβρίου του 1929, το υπερωκεάνιο Saturnia ξεκινά από την Τεργέστη το ταξίδι του προς την Αμερική, μαζεύοντας μετανάστες από τα λιμάνια της Μεσογείου. Ένας νεαρός Έλληνας που επιβιβάζεται στην Πάτρα θα γίνει μάρτυρας μιας απρόσμενης συνάντησης: μια νύχτα, σ’ αυτό το πλοίο που κουβαλά τα όνειρα του Νέου Κόσμου, θα λάβει χώρα η εξίσου ονειρική αλλά και πραγματική συνάντηση δύο μεγάλων ποιητών του αιώνα που πέρασε: του Φερνάντο Πεσσόα και του Κωνσταντίνου Καβάφη.
*Πρόκληση για τον θεατή είναι να ξεδιαλύνει τα όρια μεταξύ πλασματικού και πραγματικού. Το μόνο βέβαιο είναι πως θα πάρει μια μικρή γεύση απ'το μεγαλείο των έργων των δύο δημιουργών.